γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α. ΣΜΑΓΑΣ
Πολλές φορές κατακλύζομαι από τη θύμηση της πολύπαθης ζωής του παπα-Θανάση της Σάρτης, όπως μας την αφηγήθηκε ο ίδιος ο σεβάσμιος γέροντας. Αναλογίζομαι όμως, μήπως το πέρασμα του χρόνου, περίπου σαράντα χρόνια τώρα, σε συνδυασμό με τη βαθιά εκτίμηση στο πρόσωπό του, διαμόρφωσαν την τραγική του ιστορία, σύμφωνα με το συναισθηματικό φορτίο που αποκόμισα απ’ αυτήν. Η επιβεβαίωση όμως των γεγονότων της αφήγησης και από τη γυναίκα μου, τον έτερο αυτήκοο ακροατή, με καθησυχάζει ότι θα διηγηθώ μια τραγική ιστορία απόλυτα αληθινή.
Ο παπα-Θανάσης της Σάρτης ήταν καλογερόπαπας, μοναχός που χειροτονήθηκε ιερέας το 1956. Μόναζε στο σπίτι του Ιερόθεου στην Κερασιά του Αγίου Όρους, απ΄όπου κλήθηκε το 1963 να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως ιερέας στη γραφική, αλλά και δυσπρόσιτη τότε Σάρτη.
Τον γνώρισα αργότερα, μετά το 1977, όταν υπηρετήσαμε με τη σύζυγό μου δάσκαλοι στο εκεί δημοτικό σχολείο. Ήταν ένας εύσωμος, φαρδοπρόσωπος γέροντας με μια απέραντη καλοσύνη και πραότητα, που άγγιζε τα όρια της παιδικής αφέλειας και αγαθότητας. Ήταν καλόκαρδος, φιλόξενος, συγκαταβατικός με μια υπέρμετρη δόση αυτοσαρκασμού.
Τον θυμάμαι συχνά στο βράχο πάνω από τα «Σκαλάκια», μπροστά στο παλιό σχολείο με το νοσταλγικό του βλέμμα να ατενίζει για ώρες το Άγιον Όρος. Δεν ξέρω αν αυτή η αναπόληση ήταν για τη μοναχική ζωή που άφησε στην απέναντι στεριά ή για τη ζωή, που τόσο βάναυσα ξεθεμελίωσε η τραγική του μοίρα. Άλλωστε συχνά, όποτε ο καιρός και τα καθήκοντά του το επέτρεπαν, επιβιβαζόταν στο πρώτο ψαροκάικο που σάλπαρε για απέναντι και πήγαινε για μια ψυχική αναβάπτιση στον λατρεμένο του προορισμό, τη Σκήτη της Αγίας Άννας.
Τον πρώτο χρόνο παραμονής μας στη Σάρτη, τη μέρα του Αγίου Αθανασίου, μας κάλεσε οικογενειακώς μαζί με άλλους να μας κάνει το τραπέζι. Περάσαμε μια όμορφη βραδιά με ευχάριστη παρέα και εκτιμήσαμε την άριστη γνώση της αγιορείτικης μαγειρικής του οικοδεσπότη. Για μας όμως, η βραδιά επεφύλασσε μια πιο συνταρακτική αποκάλυψη.
Όταν οι υπόλοιποι καλεσμένοι αποχώρησαν και μείναμε μόνοι, είδα το βλέμμα του παπα-Θανάση να παρακολουθεί με μια εσωτερική ταραχή τη γυναίκα μου, που περιεργαζόταν δύο οικογενειακές φωτογραφίες καδρωμένες και κρεμασμένες στον τοίχο. Επειδή η γυναίκα μου έχει μια εμμονή με τις παλιές φωτογραφίες και τα παραδοσιακά αντικείμενα, ρώτησε, χωρίς να αντιληφθεί τη ψυχική φόρτιση του συνομιλητή της, να μάθει για τα εικονιζόμενα πρόσωπα. Ο παπα-Θανάσης, ύστερα από ολιγόλεπτη σιωπή και με σπασμένη φωνή, μας ανέφερε την παρακάτω ιστορία, που θα σας αφηγηθώ σε τρίτο πρόσωπο.

Το καλοκαίρι του 1922, τον καιρό της Μικρασιατικής καταστροφής, οι Τσέτες, δηλαδή οι άτακτοι Τούρκοι στρατιώτες που αιματοκύλησαν τον ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας, πέρασαν και κατέσφαξαν και τους κατοίκους των Μουδανιών στην περιοχή της Προύσας, που ήταν η γενέτειρα του παπα-Θανάση. Την ίδια τύχη είχαν οι γονείς του και οι δύο μεγαλύτερες αδελφές του, οι φωτογραφίες των οποίων έδωσαν την αφορμή αυτής της συναρπαστικής αφήγησης.
Ο παπα-Θανάσης, που ήταν μωρό τότε με το κατά κόσμον όνομα Άγγελος Πανάς του Αλεξάνδρου και έτος γεννήσεως 1920, κοιμόταν στην κούνια του πίσω από την πόρτα του δωματίου και δεν έγινε αντιληπτός από τους αιμοσταγείς εισβολείς. Όταν το σκοτάδι της νύχτας έκρυψε τα αίματα και τις σφαγές και έσβησε τις οιμωγές και τους θρήνους των κατακρεουργημένων Χριστιανών, το μόνο που απέμεινε μέσα στην τρομακτική σιωπή ήταν το κλάμα του μωρού που ανυποψίαστο αποζητούσε τη θαλπωρή και τη φροντίδα της μάνας του.
Το κλάμα έφθασε στ’ αυτιά μιας γυναίκας που επέζησε. Ήταν μια ηλικιωμένη που είχε κρυφτεί την ώρα του χαλασμού σε παρακείμενο ρέμα. Παρέλαβε το μωρό και μαζί τις δύο φωτογραφίες, μοναδικό θυμητάρι της οικογένειάς του.
Η γιαγιά με το μωρό στην αγκαλιά κατάφερε να επιβιβαστεί σε πλοίο και να φθάσει ζωντανή στην Καβάλα. Εκεί μεγάλωνε ο μικρός Άγγελος μέσα σε συνθήκες απόλυτης πείνας και φτώχειας. Γι’ αυτό, όταν έγινε 11 χρονών, η γριά προστάτισσα του μικρού, παρακάλεσε κάποιον καπετάνιο να τον πάρει μαζί του, τουλάχιστον να ζήσει το παιδί και να μην πεθάνει της πείνας.
Το καράβι ταξίδευε Καβάλα-Άγιον Όρος-Θεσσαλονίκη. Κατά τη διέλευση και το άραγμα του καραβιού στο Άγιον Όρος φιλοξενήθηκαν στο σπίτι κάποιας σκήτης. Εκεί οι καλόγεροι, που ήθελαν κάποιον μικρό υποτακτικό, του ζήτησαν να μείνει μαζί τους. Μάλιστα για να τον δελεάσουν του είπαν «Άγγελε, αν μείνεις μαζί μας, θα κοιμάσαι σ’ αυτό το δωμάτιο». Το δωμάτιο ήταν ένας χώρος γεμάτος αμύγδαλα, καρύδια και κυδώνια. Θυμάμαι αυτολεξεί τη συνέχεια της αφήγησης «Δε χρειάστηκε να μου πουν τίποτε άλλο. Πεινούσα τόσο πολύ, που συμφώνησα αμέσως».
Έκτοτε έζησε στο Άγιον Όρος, έγινε μοναχός με το όνομα Αθανάσιος. Χειροτονήθηκε ιερέας και από το 1963 λειτουργούσε στη Σάρτη, μοιράζοντας τη ζωή του στην ενορία του και στη σκήτη της Αγίας Άννας.
Σε ηλικία 66 ετών, το Μάιο του 1986, θα εκπλήρωνε επιτέλους το μοναδικό όνειρο της ζωής του, θα πήγαινε να προσκυνήσει τα πάτρια εδάφη. Πήρε μέρος σε εκδρομή που οργάνωσαν οι κάτοικοι της Σάρτης. Με μια πλημμύρα συναισθημάτων έφθασε στην Κωνσταντινούπολη και στις 13-5-1986, την ώρα που τα βήματά του τον οδηγούσαν μέσα στο πανανθρώπινο μνημείο της Αγίας Σοφίας, άφησε τη ψυχή του να πετάξει και να πάει να συναντήσει τις ψυχές των γονιών του και των αδελφάδων του. Έτσι έμεινε για πάντα στον τόπο απ΄όπου κάποτε τόσο βίαια τον ξερρίζωσαν.
Η σορός του μεταφέρθηκε στη Σάρτη, όπου τιμήθηκε με ολονύκτιο θρήνο. Στη συνέχεια ενταφιάστηκε στην Αγία Άννα, στο Άγιον Όρος.
Πριν μερικά χρόνια επιχειρήσαμε με τη σύζυγό μου ένα προσκύνημα που μας έφερε ως τα Μουδανιά της Μικράς Ασίας. Εκεί προσπάθησα να φανταστώ την εικόνα του χαλασμού και ν’ αναστήσω την αισιόδοξη σκηνή της σωτηρίας του μωρού. Μια μικρή ρεματιά ανάμεσα στα σπίτια με τα καφασωτά παράθυρα συνέδραμε την προσπάθειά μου.
Αργότερα, όταν αναζήτησα στη Σάρτη στο σπίτι της εκκλησίας τις γνώριμες φωτογραφίες, ματαιοπόνησα, γιατί μάλλον για κάποιους δεν είχαν καμιά συναισθηματική αξία.
Αυτήν τη σύντομη ιστορία της πολύπαθης ζωής του παπα-Θανάση καταθέτω σαν ένα μικρό μνημόσυνο της ψυχής του και των ψυχών όσων εκπατρίστηκαν, αποχωρίστηκαν οικεία πρόσωπα και έζησαν τον πόνο της προσφυγιάς.

Ο παπά-Θανάσης με τους καλεσμένους του τη βραδιά της αφήγησης της ιστορίας του (18-01-1978)