Υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα ηθοποιός που κατάφερε να σταθεί στο Χόλιγουντ -και δη, με τους δικούς της όρους- να διαπρέψει θεατρικά και κινηματογραφικά στην Ευρώπη, να ξεχωρίσει ως τραγωδός παγκοσμίου βεληνεκούς.
Η θηριώδης -εντός και εκτός σκηνής- Κατίνα Παξινού γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1900 στον Πειραιά. Κόρη μεγαλοαστικής οικογένειας, και συγκεκριμένα του αλευροβιομήχανου Βασίλη Κωνσταντόπουλου, φοίτησε αρχικά στη Σχολή Χιλλ, μετά στη Σχολή Καλογραιών της Τήνου, αλλά λόγω ζωηρού χαρακτήρα κατέληξε εσώκλειστη σε σχολείο της Ελβετίας.
Σπούδασε μουσική και τραγούδι στο Ωδείο της Γενεύης και στο Βερολίνο.
Παντρεύτηκε τον βιομήχανο Παξινό, με τον οποίον και απέκτησε δύο κόρες – η πρωτότοκη της πέθανε νωρίς από λευχαιμία.
«Είμαι ένας άνθρωπος όπως όλοι. Έζησα. Έκανα παιδιά. Έθαψα παιδιά. Και πόνεσα θάβοντας αυτά τα παιδιά» είχε πει κάποτε για τον χαμό της Έθελ.
Ο πρώτος της σημαντικός ρόλος ήταν της Βεατρίκης, στην ομώνυμη όπερα Αδελφή Βεατρίκη, που έγραψε ειδικά για την Παξινού, ένας άλλος σπουδαίος Έλληνας με διεθνή καριέρα, ο συνθέτης και μαέστρος Δημήτρης Μητρόπουλος, όπερα η οποία ανέβηκε το 1920 στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά.
Ο πρώτος θεατρικός ρόλος της στην πρόζα ήταν το 1929, στο θέατρο Κοτοπούλη, στο «Γυμνή Γυναίκα» (La femme nue) του Μπατάιγ, που την καθιέρωσε και ως πρωταγωνίστρια δραματικών ρόλων.
Το 1931 συνεργάστηκε με τον κορυφαίο Έλληνα ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη.
Αλλά, εντωμεταξύ ήρθε ο σφοδρός έρωτας. Γνώρισε τον Μινωτή στο καμαρίνι της Κοτοπούλη.
Παντρεύτηκε τον Μινωτή και συνεργάστηκε μαζί του από το 1932 μέχρι το 1940, χρονιά κατά την οποία έγινε μόνιμο μέλος του Εθνικού Θεάτρου.
Λέγεται ότι, εξαιτίας του Μινωτή -εξαιτίας της επιρροής και προτροπής του- εγκατέλειψε το λυρικό θέατρο, ωστόσο, ήταν η φωνή της αυτή που την εγκατέλειψε και έκανε τη στροφή στην πρόζα.
Με Εθνικό εμφανίσθηκε στο Λονδίνο στη Φρανκφούρτη και το Βερολίνο.
Την περίοδο του πολέμου εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ όπου και εμφανίσθηκε στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης.
Το Όσκαρ για τον ρόλο της Πιλάρ
Όμως, το έργο που την επέβαλε σε διεθνή κλίμακα και που της χάρισε το 1943 το Όσκαρ Β Γυναικείου Ρόλου ήταν το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», όπου υποδυόταν το ρόλο της φλογερής πατριώτισσας της Ισπανίας, Πιλάρ.
«Το δέχομαι για λογαριασμό όλων των συναδέλφων μου, του Εθνικού θεάτρου, ζωντανών ή νεκρών» είχε πει παραλαμβάνοντας το Όσκαρ.
Όταν της πρότειναν τον ρόλο η απίθανη Παξινού είπε: «Είμαι ίδια. Αλλά δοκιμαστικό δεν κάνω (…) Κατάγομαι από γενιές ανταρτών. Η γιαγιά μου έμαθε το αλφάβητο από έναν οπλαρχηγό των ανταρτών σε μια σπηλιά. Την ξέρω την Πιλάρ. Την ξέρω καλά…»
Μάλιστα, έχει μείνει στην ιστορία το γεγονός ότι ζήτησε από τον σκηνοθέτη να χρησιμοποιήσει τρεις κάμερες ταυτόχρονα προκειμένου η ερμηνεία της να κινηματογραφηθεί ολοκληρωμένη, χωρίς διαλείμματα. «Είμαι ηθοποιός του θεάτρου, παίζω το ρόλο εξελικτικά και σε συνέχεια χρόνου. Το σπάσιμο σε μικρά, ανεξάρτητα κινηματογραφικά πλάνα με αποδιοργανώνει» έλεγε η ίδια.
Το γύρισμα ήταν μοναδικό: Ηθοποιοί και τεχνικοί σταμάτησαν ό,τι έκαναν για να τη χειροκροτήσουν.
Για το κινηματογραφικό έργο «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» το 1947 βραβεύτηκε με το Βραβείο Κοκτώ.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1952 και άρχισε ξανά τις εμφανίσεις της στο Εθνικό Θέατρο με τον Αλέξη Μινωτή, όπου ανέβασε Ίψεν και Λόρκα, αλλά με κύριο πλέον ενδιαφέρον στις παραστάσεις αρχαίων θεατρικών έργων.
Πρωταγωνίστησε στα έργα «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα, «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» του Ντύρενματ, «Η τρελή του Σαγιώ» του Ζιρωντού, «Το μακρύ ταξίδι» του Ο΄ Νηλ.
Παράλληλα, εμφανίστηκε και στις ταινίες «Ο κύριος Αρκάντιν» του Όρσον Γουέλς και «Ο Ρόκο και τ΄ αδέλφια του. του Λουκίνο Βισκόντι (1960).
Με τον Όρσον Γουέλς είχε συνεργαστεί και στη «Δίκη» (The Trial, 1962), αλλά η σκηνή στην οποία εμφανίστηκε η Παξινού τελικά «κόπηκε». Παρότι η σκηνή δεν υπάρχει στην τελική μορφή της ταινίας, η Ελληνίδα ηθοποιός αναφέρεται στους τίτλους.
Κατά την διάρκεια της δικτατορίας η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής συγκρότησαν δικό τους θίασο όπου και ανέβασαν μεταξύ άλλων τα έργα «Ματωμένος γάμος» του Λόρκα, «Η Ήρα και το παγώνι» του Ο΄ Κέισυ, «Οι παλαιστές» του Στρατή Καρά κ.ά. Η τελευταία της παράσταση στο θέατρο ήταν στο ρόλο της μάνας στο έργο του Μπρεχτ «Μάνα κουράγιο» και στον κινηματογράφο «Το νησί της Αφροδίτης» (1969).
Η Κατίνα Παξινού έγραψε, επίσης, και μουσική για την τραγωδία «Οιδίπους τύραννος».
«Μάνα κουράγιο», το κύκνειο άσμα
Γνώριζε ότι πάσχει από καρκίνο ήδη από το 1969. Η συμμετοχή της στην ταινία «Το νησί της Αφροδίτης» ήταν, ουσιαστικά, μία αναμέτρηση με τα όριά της. Έπαιξε στην ταινία υπομένοντας φρικτούς πόνους.
Αργότερα, για την παράσταση «Μάνα κουράγιο» έβγαινε κάθε βράδυ στη σκηνή σέρνοντας ένα ολόκληρο και βαρύ κάρο.
Το κοινό την αποθέωνε, αλλά στο καμαρίνι την περίμεναν δύο νοσοκόμες…
Το καλοκαίρι του 1972, η Kατίνα Παξινού εμφανίζεται, για τελευταία φορά, στο θέατρο της Επιδαύρου, όχι ως ηθοποιός, πράγμα που δεν εμπόδισε το κοινό να υποκλιθεί χειροκροτώντας όρθιο την ιέρεια της Τέχνης, η οποία «έφυγε», μετά από πολυετή μάχη με τον καρκίνο, στις 22 Φεβρουαρίου 1973.
Είχε παρασημοφορηθεί με τον Χρυσό Ανώτερο Ταξιάρχη Γεωργίου Α’ και με τον Ανώτερο Ταξιάρχη της Δυτικής Γερμανίας. Τιμήθηκε ακόμη με τον τίτλο της Αξιωματούχου Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας και με το Βραβείο «Ιζαμπέλλα Ντ’ Εστέ».
Η Παξινού αλλιώς
Αθυρόστομη, με απίθανο χιούμορ, εξαιρετική μαγείρισσα, γενναιόδωρη (ζούσαν μαθητές της Δραματικής Σχολής από τον μισθό της), άνθρωπος με βαθιά τρυφερότητα.
«…. Η Κατίνα Παξινού άφησε πάρα πολλά χρέη, εντάξει άφησε και κάποια ακίνητα, αλλά σαν λεφτά…Ήταν τρυπιοχέρα η γιαγιά μου πολύ. Δηλαδή έβγαζε χίλια, ξόδευε δύο χιλιάδες. Δεν είχε καμία αίσθηση του χρήματος, δεν την ενδιέφεραν τα λεφτά και τα σκόρπαγε» είχε πει σε συνέντευξη του ο ηθοποιός Αλέξανδρος Αντωνόπουλος για την γιαγιά σε συνέντευξη, την οποία αποκαλούσε «Παξινού». «Μόνο όταν «τσακωνόμαστε» την έλεγα γιαγιά. Μου έλεγε ‘Γιαγιά να πεις την άλλη σου γιαγιά, εγώ είμαι η Παξινού’.