Στο ερώτημα εάν ένας πολύ καλός αθλητής, μπορεί εν συνεχεία να γίνει και καλός προπονητής, οι γνώμες διίστανται. Το μόνο βέβαιο είναι ότι πολλοί δοκίμασαν και τους δύο ρόλους, ελάχιστοι όμως κατάφεραν να είναι το ίδιο καλοί πρωταγωνιστές κι όταν πήραν την απόφαση να εγκαταλείψουν την αθλητική τους καριέρα και να βρεθούν στην άκρη του πάγκου ή στην καρέκλα του προπονητή!
Για όσους αποφασίζουν να ακολουθήσουν το δρόμο της προπονητικής, σημαντικό ρόλο παίζει και η έξωθεν βοήθεια, δηλαδή των παραγόντων-συνεργατών εκείνων που μπορούν να σταθούν στον πλευρό τους, ικανοποιώντας τους κάθε ανάγκη και απαίτηση. Και τέτοιους παράγοντες-συνεργάτες, φαίνεται ότι έχει βρει ο Ηλίας Ηλιάδης στο μακρινό Ουζμπεκιστάν όπου ζει και… βασιλεύει από τα τέλη του 2019 όταν και ανέλαβε επικεφαλής προπονητής της ομάδας τζούντο με ορίζοντα τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο. Η χώρα της Κεντρικής Ασίας, από το 1996 (πριν το 1991, ήταν μέρος της Σοβιετικής Ένωσης) έχει κατακτήσει έξι μετάλλια, ενώ από το 2000 βρίσκεται ανελλιπώς στο βάθρο των νικητών. Το μόνο που απουσιάζει από τη συλλογή της χώρας, στο άθλημα του τζούντο, είναι το χρυσό μετάλλιο, για το οποίο και επιστρατεύτηκε ο Mr. Ippon από την ομοσπονδία της χώρας.
Ο θρύλος του παγκοσμίου τζούντο και ο μικρότερος -στην Ιστορία του αθλήματος- σε ηλικία χρυσός Ολυμπιονίκης («Αθήνα 2004»), στην πρώτη του επαφή με την προπονητική, κατάλαβε… τι τραβούσε τόσα χρόνια, ο πατέρας και προπονητής του, Νίκος Ηλιάδης, στην προσπάθειά του να τον φτάσει σε υψηλό επίπεδο.
«Είναι δύσκολο να είσαι προπονητής. Άλλη λογική. Πολλές ευθύνες. Είναι δύσκολα. Στο μόνο σημείο που συγκλίνουν κάπως οι δύο θέσεις είναι η αγωνία για το αποτέλεσμα», λέει ξεκινώντας την εξομολόγησή του στο Αθηναϊκό -Μακεδονικό Πρακτορείου Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ), ο Ηλίας Ηλιάδης, όσο κι αν οι συνθήκες εργασίας στο Ουζμπεκιστάν είναι εξαιρετικές, τόσο σε επίπεδο αθλητικού υλικού, όσο και σε επίπεδο παραγόντων-συνεργατών.
«Δεν υπάρχει άλλο μέρος σαν την Ελλάδα»
Κι αν το μακρινό Ουζμπεκιστάν του καλύπτει τους προπονητικές του ανησυχίες στο έπακρον, ο κάτοχος των έξι (τριών χρυσών) παγκοσμίων μεταλλίων, δεν παύει ν` αναζητά τον ελληνικό ήλιο.
«Η Ελλάδα μου. Δεν υπάρχει άλλο μέρος σαν την Ελλάδα», λέει και ξαναλέει ο Ηλίας Ηλιάδης, το όνομα του οποίου έχει βρεθεί στην επικαιρότητα, με αφορμή τις εκλογές της 29ης Μαρτίου στην ΕΟ Τζούντο, στο πλαίσιο προγραμματικών δηλώσεων από τους διεκδικητές της προεδρίας.
«Δεν χρειάζεται κανένας να με φέρει στην Ελλάδα. Όταν με ζητήσει η χώρα μου θα γυρίσω. Δεν χρειάζονται τέτοια παιχνίδια να στήνονται πάνω στο όνομά μου. Μιλάω κάθε μέρα με τον προπονητή και πατέρα μου. Με ενοχλεί και με θλίβει ν` αναφέρονται σε μένα, χωρίς να γνωρίζουν. Λένε ότι θέλουν να ενώσουν τον τζούντο, φέρνοντας πίσω τον Ηλία. Τι είμαι για να με φέρουν πίσω; Εξόριστος. Με έχει διώξει κάποιος από την Ελλάδα και δεν το γνωρίζω; Αναφέρονται στο όνομά μου λες και είμαι μικρό παιδί που θα με πάρουν από το χέρι και θα με φέρουν πίσω. Ας κάνουν πρώτα άλλα πράγματα για το τζούντο και μετά μιλάνε για το ποιον θα φέρουν στην Ελλάδα. Ας βοηθήσουν πρώτα τα μικρά παιδιά, που ξεχειλίζουν από ταλέντο και αποτελούν το μέλλον του τζούντο. Δεν θέλω να μιλάει κανείς για μένα χωρίς εμένα. Ειδικά για παιχνίδια εντυπώσεων. Όποιος κι αν είναι αυτός», τονίζει φανερά οργισμένος αλλά και απογοητευμένος ο Ηλίας Ηλιάδης.
Και ξεκαθαρίζει : «Η Ελλάδα μου, όταν με ζητήσει να γυρίσω, θα το πράξω. Και θα έρθει εκείνη τη στιγμή, την οποία όμως θα αποφασίσω εγώ μαζί με τους ανθρώπους που αγαπώ και με έχουν στηρίξει όλα αυτά τα χρόνια».
Εθνικό καθήκον και αγάπη για την Ελλάδα
Ακόμα και στο ερώτημα εάν θα γύριζε πίσω υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ο Ηλίας Ηλιάδης προτάσσει το εθνικό του καθήκον και την αγάπη του για την Ελλάδα.
«Εγώ θα γυρίσω όταν η Ελλάδα θα με ζητήσει. Όταν η Ελλάδα θα μου πει σε χρειαζόμαστε. Τα μαζεύω κι έρχομαι την επόμενη μέρα, εφόσον έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος της υπάρχουσας συνεργασίας μου. Ο Νίκος Ηλιάδης, με τον οποίο μιλάω καθημερινά στο τηλέφωνο, ξέρει πότε πρέπει να μου πει να έρθω. Γνωρίζει πότε θα είναι οι ιδανικές συνθήκες για να το πράξω. Από την Ελλάδα δεν έχω φύγει ποτέ. Εκεί είναι οι ρίζες μου. Διατηρώ εξαιρετικές σχέσεις με την ομοσπονδία και την Ολυμπιακή Επιτροπή. Όπου κι αν είμαι, πάντα είμαι υπερήφανος που κουβαλάω την ελληνική σημαία. Δεν ξεχνάω».
Τι μπορεί να παίξει όμως καθοριστικό ρόλο σε μια τέτοια απόφαση; Χρήματα ή κάτι άλλο;
«Άμα με χρειαστεί η Ελλάδα και η εθνική ομάδα, τα χρήματα δεν θα παίξουν ρόλο. Θέλω να γυρίσω και να κάνω πράγματα με τον πατέρα μου. Αρκεί η Ελλάδα να έχει θέληση για να βοηθήσει τα παιδιά και τις εθνικές ομάδες. Να έχει την επιθυμία-πρόθεση, να βάλει το άθλημα στον δρόμο των επιτυχιών. Δεν πρόκειται για έναν σύλλογο. Πρόκειται για τις εθνικές ομάδες, οι οποίες για να φτάσουν σε υψηλά αγωνιστικά επίπεδο χρειάζονται καμπ, αγώνες, ξένους αθλητές στην Ελλάδα, ταξίδια. Αλλά πάνω απ` όλα αγώνες. Το τζούντο κάθε χρόνο αλλάζει και το βλέπουν όλοι όσοι ασχολούνται με αυτό. Δεν ήταν τόσο δυνατό παλιά. Τώρα όλες οι χώρες, μικρές και μεγάλες, καλλιεργούν το άθλημα του τζούντο. Όλοι μαθαίνουν τζούντο και όλοι προσπαθούν να αναπτυχθούν. Με πολλά ταξίδια. Πάνε Ιαπωνία, Κορέα, Γεωργία. Δεν επιτρέπεται σε μια χώρα να έχει απαιτήσεις μόνο με προπονήσεις εντός συνόρων. Πρέπει να έχεις οικονομική βοήθεια. Να ταξιδέψεις. Και το βλέπω τώρα που είμαι προπονητής. Το Ουζμπεκιστάν είναι το καλύτερο σχολείο για μένα, ειδικά λόγω των εξαιρετικών συνθηκών που βρήκα εδώ».
Ο αθλητισμός στο Ουζμπεκιστάν στην εποχή της πανδημίας και η Ελλάδα
Κι αν στην Ελλάδα ο ερασιτεχνικός αθλητισμός, ελέω πανδημίας, έχει βάλει λουκέτο, στο Ουζμπεκιστάν, η αντίδραση της νεολαίας στο lockdown, υποχρέωσε τους κυβερνώντες να πάρουν δραστικές αποφάσεις. Μία εξ αυτών αφορούσε το κομμάτι των παιδιών και της αθλητικής τους ενασχόλησης, ανοίγοντας όλο το φάσμα του αθλητισμού.
«Είδε ότι μέσα στην καραντίνα, γινόταν ο κακός χαμός στη νεολαία και πήρε ορθά την απόφαση ώστε τα παιδιά να επιστρέψουν στον αθλητισμό, δίνοντας έμφαση στις ακαδημίες. Δηλαδή το μέλλον», ανέφερε ο Ηλίας Ηλιάδης, ο οποίος πριν από λίγες ημέρες υποδέχθηκε την προΟλυμπιακή μας ομάδα στο Ουζμπεκιστάν, στο πλαίσιο κοινής προετοιμασίας ενόψει Τόκιο.
Εκεί, όπως λέει χαρακτηριστικά «διαπίστωσα ότι κάτι έχει αλλάξει στην ψυχολογία τους. Όχι στην αγωνιστική τους διάθεση και στον τρόπο προπόνησης, αλλά στο πόσο έχουν επηρεαστεί από τη πολύμηνη καραντίνα. Νοιώθω ότι η κατάσταση στην Ελλάδα, λόγω πανδημίας, τους έχει προκαλέσει ψυχολογικό πρόβλημα. Το παραδέχθηκαν άλλωστε εμμέσως, αποδίδοντας την κατάσταση αυτή στο παρατεταμένο lockdown. Στεναχωρήθηκα. Δεν θα το κρύψω. Γιατί αυτά τα παιδιά ήταν μαζί μου όλα αυτά τα χρόνια. Τα αγαπώ πολύ. Έχουμε περάσει πολλά μαζί. Μαζί μεγαλώσαμε. Την Τελτσίδου την βλέπω σαν αδελφή μου. Σαν κόρη μου. Και όλα τα υπόλοιπα παιδιά. Και αντιλαμβάνομαι πόσο δύσκολα περνάνε. Φαίνεται άλλωστε και στους αγώνες τους, από την μέρα που επέστρεψαν στην ενεργό δράση. Μπορώ να μπω στη ψυχολογία αυτών των παιδιών. Ο αθλητής χρειάζεται αγώνες. Χρειάζεται παρουσία στα τατάμι του εξωτερικού. Στις μέρες που ήρθαν εδώ για προετοιμασία, τα είδα να ζωντανεύουν και πάλι».
Ουζμπεκιστάν, το καλύτερο σχολείο για έναν προπονητή τζούντο
Τιφλίδα, Αττάλεια, πρωτάθλημα Ασίας είναι οι επόμενοι αγωνιστικοί σταθμοί για την ομάδα του Ουζμπεκιστάν. Αγώνες πολλοί και δυνατοί από μια εθνική ομάδα που έχει προκρίνει ήδη από έναν αθλητή σε κάθε κατηγορία βάρους για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο. Στο ερώτημα τι περιμένει για την ομάδα του στη διοργάνωση της ιαπωνικής πρωτεύουσας είπε πως «σε κάθε κατηγορία μπορούμε να πάρουμε μετάλλιο. Έχουμε τις δυνατότητες. Το τζούντο όμως είναι απρόβλεπτο. Δύσκολο και ποτέ δεν ξέρεις. Στο τζούντο δεν υπάρχουν δεύτερες ευκαιρίες όπως συμβαίνει σε κάποια άλλα αθλήματα παραδείγματος χάριν η πάλη όπου μπορεί να χάσεις τέσσερις βαθμούς αλλά ο αγώνας συνεχίζεται. Στο τζούντο πέφτεις με Ippon και τελείωσες. Πας σπίτι σου».
Επιστρέφοντας στο κομμάτι των συνεργασιών και στις ιδανικές συνθήκες που βρήκε στο Ουζμπεκιστάν, ο Ηλίας Ηλιάδης ήταν απόλυτος. «Ο πρόεδρος της ομοσπονδίας εδώ, μας έχει ενώσει. Μας έχει κάνει μια ομάδα. Είναι ο καλύτερος πρόεδρος για τον οποίο θα μπορούσε να εργαστεί ένας προπονητής. Κάθε μέρα βρίσκεται μέσα στην προπόνηση. Κάθε μέρα. Από την τσέπη του βγάζει χρήματα για να πάνε οι αθλητές στους αγώνες».
Όσον αφορά στα κίνητρα που τους δίνονται, ο δις Έλληνας Ολυμπιονίκης είπε «ότι το τζούντο για την εθνική ομάδα είναι δουλειά. Οι αθλητές πριν έρθω εγώ δεν είχαν μισθό. Του είπα: θέλεις να δώσεις κίνητρα. Πρέπει να δώσεις χρήματα. Έτσι όταν πάνε σε Γκραν Σλαμ και κερδίζουν μετάλλιο που αντιστοιχεί σε ένα ποσό, 2, 3 ή και 5.000 ευρώ, επιστρέφοντας στο Ουζμπεκιστάν λαμβάνουν αντίστοιχο ποσό από την ομοσπονδία. Έχουν φτάσει στο σημείο να κλαίνε όταν δεν πάνε στους αγώνες. Παίρνουν σε μηνιαία βάση 1.000 οι τοπ αθλητές της Ολυμπιακής ομάδας, ποσό που για τους Έλληνες αντιστοιχεί στα 3-3.5 χιλιάδες ευρώ το μήνα».
Το ευχαριστώ στον «κολλητό»
Δεν δίστασε να πει ένα μεγάλο ευχαριστώ στον «κολλητό» του φίλο και συνεργάτη του, τον πρόεδρο της ομοσπονδίας για τη «μεγάλη ευκαιρία που μου δόθηκε ν` αναλάβω επικεφαλής προπονητής. Ειδικά εδώ στο Ουζμπεκιστάν όπου έχει μεγάλη Ιστορία στο άθλημα του τζούντο. Η συνεργασία αυτή με έκανε να κατανοήσω τι σημαίνει προπονητής. Και πλέον ξέρω ακριβώς τι χρειάζεται ένας αθλητής».
Και για τον Ηλία Ηλιάδη πάντως, ο Γολγοθάς της καραντίνας, άφησε διάχυτα τα σημάδια της, αφού «μέσα σε τέσσερις μήνες από τη στιγμή που ήρθα στο Ουζμπεκιστάν, η ομάδα έφερε μετάλλια σε υψηλών απαιτήσεων διοργανώσεις. Αν και δεν σταματήσαμε την εξαντλητική προπόνηση μέσα στην καραντίνα, η επιστροφή μας στους αγώνες ήταν δυσανάλογη σε αριθμό μεταλλίων. Τρεις αγώνες, μηδέν μετάλλια. Στο Ουζμπεκιστάν, κάθε εβδομάδα έχουμε συνάντηση στην Ολυμπιακή Επιτροπή όπου μου ζητήθηκε να μιλήσω για τους λόγους που δεν ήρθαν κάποια μετάλλια. Τους είπα ότι το πρόβλημα δημιουργήθηκε λόγω της παρατεταμένης αποχής από διεθνείς αγώνες. Το Ουζμπεκιστάν βρίσκεται μακριά από το κέντρο της Ευρώπης, όπου όλοι μπορούν να μετακινηθούν με ευκολία. Μένοντας μακριά από αγωνιστική δράση στο εξωτερικό, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι προπόνηση με 40 αθλητές που έχουν το ίδιο αγωνιστικό στυλ. Πλέον, φορτσάρουμε για να επιστρέψουμε εκεί που βρισκόμασταν πριν την καραντίνα».
«Η καλύτερη μητέρα του κόσμου»
Η απόσταση μεταξύ Ελλάδας και Ουζμπεκιστάν είναι μεγάλη, όσο μεγάλη είναι και η αγάπη του Ηλία Ηλιάδη για την οικογένειά του. Ειδικά για την Ναταλία, τη γυναίκα του, το στόμα του στάζει μέλι… «Είναι η καλύτερη μητέρα στον κόσμο. Είναι η μητέρα εκείνη που θέλει να μεγαλώσει σωστά τα παιδιά της. Είμαι μακριά, όμως εκείνη με τον τρόπο της, προσπαθεί καθημερινά να με φέρνει κοντά στα παιδιά, ώστε να μην τους λείπω. Ξέρουν ότι ο μπαμπάς τους είναι μακριά, αλλά ταυτόχρονα πολύ κοντά σε αυτά».
Και επειδή η κουβέντα μας πήγε στα παιδιά, η ερώτηση είχε να κάνει με τον γιο του, τον οποίο σε παλαιότερη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, είχε αποκαλύψει πως θα ήθελε να τον δει σε έναν τελικό Grand Slam τένις!
«Ήθελα να ακολουθήσει το τένις, όπως και η μητέρα του, όμως τον βλέπω να γίνεται τζουντόκα. Μου λέει συνεχώς πως θέλει να γίνει χρυσός Ολυμπιονίκης σαν τον πατέρα του. Φυσικά εάν συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο, θα είναι πρωτόγνωρο για τα δεδομένα του τζούντο, πατέρας και γιος να είναι χρυσοί σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Έχει τρελαθεί με το ενδεχόμενο αυτό. Είναι καλό παιδί, όχι επειδή είναι γιος μου. Είναι σωστός άνθρωπος. Δεν είναι κακομαθημένος. Και ελπίζω κάποια μέρα, να βρίσκομαι στο πλευρό του, όταν θα διεκδικεί ένα μετάλλιο σαν αυτό που πήρα εγώ στην Αθήνα το 2004. Γιατί όχι και πάλι μπροστά σε ελληνικό κοινό. Είναι μια εικόνα που με έχει στιγματίσει και μακάρι να επαναλάβει κάτι αντίστοιχο ο γιος μου. Μακάρι».
«Να πεθάνω υπερήφανος»
Επιθυμία του Ηλία Ηλιάδη, κλείνοντας αυτήν την συνέντευξη, ήταν να αναφερθεί για ακόμη μία φορά στην αγάπη του για την Ελλάδα και την επιστροφή του σε αυτήν, με τον ρόλο πλέον του προπονητή.
«Θέλω να γυρίσω στην Ελλάδα. Σε μια ώριμη και αποφασισμένη Ελλάδα που θέλει να ανεβάσει τον αθλητισμό στην κορυφή. Θα ήταν τιμή μου. Επιθυμία και όνειρό μου είναι, όσα χρόνια ήμουν αθλητής και έβλεπα την ελληνική σημαία να κυματίζει ψηλά, άλλα τόσα χρόνια να είμαι και προπονητής στη χώρα μου. Θα είμαι πιο περήφανος ως άνθρωπος. Θέλω να πεθάνω υπερήφανος που πρόσφερα στην πατρίδα μου ως αθλητής και ως προπονητής».
Πηγή: amna.gr