Την πρότασή τους για τις αλλαγές που προτείνουν από κοινού Ισπανία και Ολλανδία, θα παρουσιάσουν στο σημερινό ECOFIN προσπαθώντας να πιέσουν και τους υπολοίπους, σε λύσεις που δημιουργούν δημοσιονομικό χώρο, ώστε ακόμη και υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα να μπορούν να στηρίξουν τις οικονομίες τους.
Το κείμενο της πρότασης, το οποίο διέρρευσε σε μερίδα του Ευρωπαϊκού Τύπου, και το οποίο υπογράφεται από την Ισπανίδα υπουργό οικονομικών, Νάντια Καλβίνο και η Ολλανδή ομόλογός της, Ζίγκριντ Κάαγκ, θέτει σε διάλογο δύο βασικές αλλαγές σε σχέση με το κριτήριο του χρέους, όπως το ξέρουμε σήμερα .
Η πρώτη αφορά στον άκαμπτο κανόνα για ανώτατο όριο χρέους στο 60% του ΑΕΠ και της ετήσιας υποχρέωσης των υπερχρεωμένων χωρών για ετήσια μείωση κατά 1/20 του μέρους του χρέους πάνω από το 60% Ισπανία και Ολλανδία ζητούν ο γενικός κανόνας, να αντικατασταθεί από ένα εξειδικευμένο πρόγραμμα προσαρμογής, για κάθε ένα από τα υπερχρεωμένα κράτη.
Για παράδειγμα, για την Ελλάδα, με βάση την πρόταση θα πρέπει συμφωνηθεί ένας πιο ήπιος ρυθμός αποκλιμάκωσης του χρέους, αφήνοντας περιθώρια στην οικονομία να αναπτύσσεται δημιουργώντας λογικά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία με την σειρά τους θα επιταχύνουν την μείωση του χρέους τους ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Η αλλαγή αυτή ταυτίζεται και με το σχέδιο που προετοιμάζει για να προτείνει η Κομισιόν, όταν επιτέλους αρχίσει επί της ουσίας, η συζήτηση για τις αλλαγές στο πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης.
Οι δημόσιες επενδύσεις
Η δεύτερη αλλαγή που προτείνουν οι δύο χώρες οι οποίες μέχρι πρότινος είχαν εντελώς διαφορετική αντίληψη για την δημοσιονομική σταθερότητα (η Ολλανδία ταυτίζονταν με την Γερμανία και τις άλλες Βόρειες χώρες και η Ισπανία με τον Ευρωπαϊκό Νότο) είναι η δημοσιονομική αντιμετώπιση των δημοσίων επενδύσεων.
Συγκεκριμένα, οι Ισπανία και Ολλανδία προτείνουν οι δημόσιες δαπάνες που κάνουν τα κράτη μέλη για επενδύσεις, να μην μετρούν στο χρέος και τα ελλείμματα. Το σκεπτικό της συγκεκριμένης αλλαγής είναι ότι στην παρούσα συγκυρία με την ενεργειακή κρίση και τον υψηλό πληθωρισμό μια τέτοια κίνηση μπορεί να πετύχει δύο στόχους:
Ο πρώτος είναι να ενθαρρύνει περισσότερες δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στην ταχύτερη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, ώστε να μην επαναληφθούν ενεργειακές κρίσεις όπως αυτή που ζούμε σήμερα.
Ο δεύτερος, εξίσου σημαντικός – μάλλον σκέψη της Ολλανδίας – είναι ότι με την εξαίρεση των δαπανών για τις δημόσιες επενδύσεις από το χρέος και το έλλειμμα, τα κράτη μέλη (ακόμη και τα υπερχρεωμένα όπως η Ελλάδα), θα αποκτήσουν ξαφνικά δημοσιονομικό χώρο για να στηρίξουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά τόσο στην τρέχουσα όσο και σε μελλοντικές κρίσεις.
Με παράδειγμα και πάλι τη χώρα μας, η υιοθέτηση μιας τέτοιας αλλαγής, θα δημιουργούσε αυτόματα δημοσιονομικό χώρο 11 δισ. για φέτος, αφού τόσο θα φτάσει ως το τέλος του 2022 ο προϋπολογισμός των δημοσίων επενδύσεων.
Χλιαρή υποδοχή
‘Χρήσιμη η συνεισφορά των συναδέλφων, αλλά θα συζητήσουμε το θέμα όταν θα έρθει η ώρα. Υπάρχουν και άλλες χώρες που θέλουν αλλαγές στο σύμφωνο. Αυτή ήταν περίπου η απάντηση από τον επίτροπο αρμόδιο για οικονομικά θέματα κ. Πάολο Τζεντιλόνι , όταν του τέθηκε το θέμα μετά το χθεσινό Eurogroup.
Τούτο, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ετοιμάζεται να εισηγηθεί τα εξειδικευμένα σχέδια δημοσιονομική προσαρμογής ανά χώρα, ως πρόταση της επιτροπής. Σύμφωνα με πληροφορίες, η αντιμετώπιση αυτή είναι αποτέλεσμα των Βορείων Χωρών (με εξαίρεση πλέον την Ολλανδία), τα οποία προσπαθούν να αναβάλουν όσο είναι δυνατό, τη συζήτηση για τις αλλαγές στο σύμφωνο σταθερότητας.
Συγκεκριμένα δεν θέλουν καθόλου μια τέτοια συζήτηση να ξεκινήσει μεσούσης της ενεργειακής κρίσης, καθώς υπάρχουν κίνδυνοι να υιοθετηθούν θέσεις που θα οδηγήσουν τελικά, σε πολύ χαλαρό δημοσιονομικό πλαίσιο για την ΕΕ.
capital.gr