Ο βολιβιανός απόστρατος αξιωματικός Μάριο Τεράν Σαλασάρ, που είχε δηλώσει ότι σκότωσε τον αργεντινοκουβανό επαναστάτη Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα το 1967, πέθανε χθες Πέμπτη σε ηλικία 80 ετών στη Σάντα Κρους δε λα Σιέρα, στην ανατολική Βολιβία, ανέφεραν οικείοι του.
«Πέθανε, είχε αρρωστήσει, δεν μπορούσε να γίνει τίποτα», είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Γκάρι Πράδο, ο διοικητής της δύναμης που αιχμαλώτισε τον Τσε σε ζούγκλα της Βολιβίας πριν από 54 χρόνια.
Ο κ. Πράδο είπε πως ενημερώθηκε για τον θάνατο του Σαλασάρ, μαθητή του στη σχολή αξιωματικών, χθες το πρωί. «Είχα ειδοποιηθεί από την οικογένειά του και από συναδέλφους στις ένοπλες δυνάμεις, επειδή είχε εισαχθεί σε στρατιωτικό νοσοκομείο», εξήγησε.
Το νοσοκομείο αρνήθηκε να επιβεβαιώσει τον θάνατό του και την αιτία του, επικαλούμενο το «ιατρικό απόρρητο».
Την 8η Οκτωβρίου 1967 ο βολιβιανός στρατός αιχμαλώτισε τον Τσε Γκεβάρα, μυθική μορφή της επαναστατικής ένοπλης δράσης κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, με την υποστήριξη δύο κουβανοαμερικανών πρακτόρων της CIA.
Ο Τσε ήταν επικεφαλής μιας χούφτας ανταρτών που επιβίωσαν από μάχες, την πείνα και τις ασθένειες στα βουνά της Βολιβίας. Τραυματισμένος σε μάχη, οδηγήθηκε σε εγκαταλελειμμένο σχολείο στο χωριό Λα Ιγκέρα.
Εκεί πέρασε την τελευταία του νύχτα: τον εκτέλεσε την επομένη ο Τεράν Σαλασάρ, μετά την έγκριση του προέδρου Ρενέ Μπαριέντος (1964-1969), ορκισμένου αντικομουνιστή.
«Ήταν η χειρότερη στιγμή της ζωής μου. Ο Τσε μου φαινόταν μεγάλος, πολύ μεγάλος, τεράστιος. Στα μάτια του έκαιγαν χίλιες φωτιές», αφηγήθηκε ο Τεράν Σαλασάρ αργότερα. «‘Ηρέμησε’, μου είπε, ‘και σημάδεψε καλά! Θα σκοτώσεις έναν άνθρωπο!’. Έκανα ένα βήμα πίσω, προς την πόρτα, έκλεισα τα μάτια και πυροβόλησα».
Μετά τον θάνατό του, στα 39 του χρόνια, ο Τσε μετατράπηκε σε θρύλο. Το πτώμα του εκτέθηκε σαν τρόπαιο στο γειτονικό χωριό Βαγιεγκράντε, εικόνα που απαθανάτισε ο δημοσιογράφος του Γαλλικού Πρακτορείου Μαρκ Ιτέν.
Έπειτα από τριάντα χρόνια υπηρεσίας, ο Τεράν Σαλασάρ πήρε σύνταξη και προσπάθησε να παραμείνει ανώνυμος, αποφεύγοντας τον Τύπο. Για καιρό διατεινόταν πως ο δολοφόνος του Γκεβάρα δεν ήταν ο ίδιος, αλλά κάποιος άλλος στρατιωτικός με το ίδιο ονοματεπώνυμο.
Το χρονικό της δολοφονίας του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα
Τη νύχτα της 7ης Οκτωβρίου ένας αγρότης διέκρινε κοντά στο χωριό Λα Ιγκέρα, στην περιοχή της χαράδρας Γιούρο, τις φιγούρες μίας ομάδας ανταρτών (συνολικά 17 άνδρες) και έτρεξε να ειδοποιήσει τον τοπικό στρατιωτικό διοικητή και λοχαγό Γκάρι Πράδο Σαλμόν. Ο Γκεβάρα χώρισε τη διμοιρία σε μικρότερες ομάδες, ωστόσο σύντομα αντιλήφθηκαν πως ήταν περικυκλωμένοι. Οι κυβερνητικές δυνάμεις που είχαν κινητοποιηθεί γρήγορα εντόπισαν τους αντάρτες τα χαράματα της 8ης Οκτωβρίου και ακολούθησε μάχη. Η ομάδα του Γκεβάρα, αποτελούμενη από επτά αντάρτες επιχείρησε να οπισθοχωρήσει. Το όπλο του, είτε εξαιτίας εμπλοκής είτε από κάποια εχθρική σφαίρα είχε αχρηστευτεί και ο ίδιος έφερε τραύμα στο κάτω μέρος του ποδιού που τον δυσκόλευε στο περπάτημα. Υποβασταζόμενος από τον Σιμόν Κούμπα («Γουίλι»), έναν επαναστάτη εργάτη από τα ορυχεία του Χουανίνι, έπεσε τελικά στα χέρια τριών στρατιωτών του Πάρδο. Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, ο Γκεβάρα διέταξε τους στρατιώτες να μην πυροβολήσουν, αποκαλύπτοντας την ταυτότητά του και υπενθυμίζοντάς πως θα τους ήταν πολυτιμότερος ζωντανός. Πιθανόν, όμως, να ήταν και ο Σιμόν Κούμπα εκείνος που απευθύνθηκε στους στρατιώτες.
Την καταδίωξη του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία παρακολουθούσε επίσης η CIA, με επικεφαλής τον πράκτορα Φέλιξ Ροδρίγκες (Félix Rodríguez), ο οποίος μετέφερε την πληροφορία της σύλληψής του στο αρχηγείο της υπηρεσίας του και σύντομα μετέβη ο ίδιος στη Λα Ιγκέρα. Μετά από μερικές ανακρίσεις στο σχολείο του χωριού, ο αιχμάλωτος Γκεβάρα δολοφονήθηκε, στις 9 Οκτωβρίου 1967, από τον υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού Μάριο Τεράν (Mario Terán). Ο συγκεκριμένος αρχικά δίστασε να εκτελέσει την εντολή για τη δολοφονία του αλλά τελικά πυροβόλησε τον αιχμάλωτο, ο οποίος φέρεται να του είπε «Ήρθατε να με σκοτώσετε. Ρίξε, δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις». Ο θάνατός του σημειώθηκε λίγο μετά τις μία το μεσημέρι.