Μπορεί να υπάρχει δικαιολογημένη χαρά από την απροσδόκητη απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών μέσα στις «ήσυχες ημέρες του Αυγούστου», όμως κάθε άλλο παρά μπορεί να εφησυχάσει η ελληνική οικονομία εξαιτίας της κρίσης που βιώνει η γειτονική Τουρκία από τον εμπορικό πόλεμο που της κήρυξε ο Ντόναλντ Τραμπ.
Κάτι το ντόμινο που η κυβέρνηση φοβάται (ας μην ξεχνάμε πως το επιτόκιο δανεισμού μας σκαρφάλωσε στο 4,3% καθιστώντας απαγορευτική τη σκέψη εξόδου για δανεισμό στις αγορές), κάτι μια σειρά ελληνοτουρκικών επενδύσεων που οδηγούν σε αλληλεπίδραση τις δύο οικονομίες, η οποιαδήποτε κατακρήμνιση της τουρκικής οικονομίας δημιουργεί πονοκεφάλους. Σαν να μην έφτανε μάλιστα αυτό, η κυβερνητική προσπάθεια περάσματος στην επόμενη, πιο αισιόδοξη μεταμνημονιακή μέρα βαλτώνει, μια και η γειτονιά μας παίρνει πλέον φωτιά.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η πολιτική σύγκλισης και καλής γειτονίας που ξεκίνησε κυρίως το 2004 από την τότε κυβέρνηση Καραμανλή έφερε άνθηση στις διμερείς επιχειρηματικές και οικονομικές σχέσεις, οδηγώντας τις σε μια σχέση τελικής εξάρτησης.
Μπορεί η Τουρκία να μην είναι ο μεγαλύτερος επενδυτής στην Ελλάδα (αυτός είναι η Γερμανία, με τη Γαλλία να ακολουθεί), όμως κάτι οι Τούρκοι τουρίστες που ξαφνικά άρχισαν να συρρέουν στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τη Βόρεια Ελλάδα, κάτι οι εξαγορές τουρκικών επιχειρήσεων από την πλευρά μας, ως αποτέλεσμα της επιθετικής πολιτικής κυρίως της Εθνικής Τράπεζας με την εξαγορά της Finansbank, κάτι οι τοποθετήσεις παικτών όπως ο Τιτάν, η Intracom, η Chipita, τα Πλαστικά Κρήτης, αλλά και οι τοποθετήσεις μεγάλων τουρκικών γκρουπ στη χώρα μας, όπως οι Dogus, Koc και Kartonpack, οδήγησαν σε τόνωση των διμερών σχέσεων.
Στην κατεύθυνση αυτή συνετέλεσε τα μέγιστα και η στρατηγική σύγκλισης της κυβέρνησης του κ. Αντώνη Σαμαρά, που το 2013 στήριξε την ελληνική εξόρμηση στην ακμάζουσα και ευρισκόμενη σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τουρκική οικονομία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως σήμερα η Ελλάδα αποτελεί τον 9ο σημαντικότερο επενδυτή στη γειτονική χώρα που πλήττεται από την οικονομική ασφυξία ως αποτέλεσμα των λανθασμένων και επικίνδυνων χειρισμών της ηγεσίας της στο θέμα των σχέσεων με τις ΗΠΑ.
Μόνο το 2017 οι σχέσεις μεταξύ των δύο αγορών τονώθηκαν σημαντικά, με αύξηση κοντά στο 50% των ελληνικών επιχειρήσεων που εγκαταστάθηκαν στην Τουρκία. Κοινώς, η χώρα στην οποία ασκούμε την αυστηρότερη κριτική (και δικαίως) αποτελεί τον κορυφαίο επενδυτικό προορισμό για τις εγχώριες επιχειρήσεις. Αυτή τη στιγμή δραστηριοποιούνται στην Τουρκία περί τις 750 επιχειρήσεις σε όλους τους κλάδους με συνολικές επενδύσεις άνω των 6 δισ. ευρώ, ενώ μόλις πέρυσι οι επενδύσεις από την Ελλάδα έφτασαν στα 150 εκατ. δολάρια. Επίσης, το εμπορικό ισοζύγιο Ελλάδα – Τουρκίας είναι πλεονασματικό υπέρ της χώρας μας, πράγμα σπάνιο αν κρίνουμε από τις σχέσεις μας με άλλες αγορές.
Οι εξαγωγές προς τη γείτονα κινούνται ετησίως κοντά στο 1,5 δισ. ευρώ, με την αντίστροφη τάση να είναι περίπου στο 1 δισ. Κι όλα αυτά ενώ σε ετήσια βάση οι εξαγωγές μας αυξάνονται με ρυθμό κοντά στο 50%, ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές σημειώνουν άνοδο κατά μόλις 2%-4%.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι εξαγωγές σε καύσιμα στην Τουρκία αποτελούν το 57,5% του συνόλου των ελληνικών, ενώ σημαντικές είναι οι εξαγωγές βαμβακιού (7,7% του συνόλου), πλαστικών (7,1%), μηχανολογικού εξοπλισμού, αλουμινίου, χαλκού και δημητριακών. Το εξαγόμενο βαμβάκι, που προέρχεται κυρίως από τη Θράκη, αποτελεί πρώτη ύλη για την τουρκική βιομηχανία, ενώ οι εξαγωγές δημητριακών αφορούν κυρίως σε ρύζι (87%) και σιτάρι (13%). Από τους επιχειρηματίες που είδαν ευκαιρίες στην Τουρκία ήταν ο κ. Γιώργος Μυλωνάς της Alumil. Με το μάτι του στραμμένο εκεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, σύντομα ίδρυσε θυγατρική χαράσσοντας μια πορεία που άνοιξε τον δρόμο και σε άλλες επιχειρήσεις, αρχικά της Βορείου Ελλάδος (σ.σ.: ο κ. Μυλωνάς υπήρξε πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος) και αργότερα απ’ όλη τη χώρα.
Η πορεία της Alumil στη γειτονική αγορά δεν ήταν ανέφελη, όμως οπωσδήποτε η παρουσία της εκεί έδωσε διαφορετική δυναμική στα πράγματα σε μια περίοδο με έντονες εξελίξεις ως προς την πορεία της αγοράς αλουμινίου.
Τα πρόσωπα
Την πορεία του κ. Μυλωνά σύντομα ακολούθησε ο όμιλος Στασινόπουλου (Χαλκόρ, Σιδενόρ κ.λπ.), με εξαγωγές και πολύ καλές συμφωνίες. Ο κ. Νίκος Στασινόπουλος και η οικογένειά του παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον την πορεία επιβολής δασμών στις εξαγωγές χάλυβα από την κυβέρνηση Τραμπ στην Τουρκία, επιβολή που εκτός από προβλήματα ίσως κρύβει και ευκαιρίες για μια ελληνική βαριά βιομηχανία. Το ενδιαφέρον της για τις εξελίξεις δεν κρύβει και η οικογένεια Παπαλεξόπουλου, του ομίλου Τιτάν, η οποία λειτουργεί εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου στην περιοχή Τοκάτ, κοντά στη Μαύρη Θάλασσα.
Αν και έχει παρουσία και στις ΗΠΑ, κάθε πρόβλημα που παρουσιάζεται στις θυγατρικές της δημιουργεί εύλογη κινητικότητα και σκέψεις. Επιπλέον, βιομηχανική δραστηριότητα στη γειτονική χώρα έχουν η εταιρεία Πλαστικά Κρήτης της οικογένειας Λεμπιδάκη, με τη Senkroma S.A., αλλά και η Eurodrip, η οποία ελέγχεται από αμερικανικά κεφάλαια αλλά διατηρεί την έδρα της στην Ελλάδα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει σημάνει συναγερμός, καθώς ο συνδυασμός Ελλάδας – ΗΠΑ – Τουρκίας είναι ιδιαίτερα περίπλοκος. Εξάλλου, από τα τέλη του 2014 η ΔΕΗ διαθέτει παρουσία στην Τουρκία μέσω της PPC Elektrik, η οποία δραστηριοποιείται στο διασυνοριακό εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας μέσω της διασύνδεσης των δύο ηλεκτρικών δικτύων στην περιοχή της Θράκης. Η πρώτη θυγατρική της εταιρείας κατασκευής και εμπορίας ολοκληρωμένων συστημάτων ανελκυστήρων Kleemann στο εξωτερικό ήταν στην Τουρκία. Ο όμιλος Intracom ήταν, επίσης, από τις ελληνικές εταιρείες που επιχείρησαν άνοιγμα στην Τουρκία.
Ακόμη, ο όμιλος του κ. Βασίλη Φουρλή έχει επεκταθεί τα τελευταία χρόνια στη γειτονική χώρα, έχοντας αναλάβει την ανάπτυξη του δικτύου καταστημάτων της αλυσίδας Intersport. Με ανακοίνωσή του τόνισε μάλιστα προ εβδομάδος ότι οι επιπτώσεις από τη συνεχιζόμενη διολίσθηση της τουρκικής λίρας δεν έχουν ουσιώδη επίδραση στα αποτελέσματα και τα οικονομικά μεγέθη του, εκτιμώντας παράλληλα ότι μεσοπρόθεσμα η αγορά της Τουρκίας θα παρουσιάσει πολλές ευκαιρίες λόγω του μεγέθους της, των δημογραφικών χαρακτηριστικών της και της δομής του ανταγωνισμού. Και η Καρέλιας έχει μεγάλη παρουσία επίσης
Οι Τούρκοι στην Ελλάδα
Ο όμιλος Dogus έχει μάλιστα αγοράσει ακίνητα στο Κολωνάκι και άλλες περιοχές της Αττικής, δείχνοντας εμπιστοσύνη στη χώρα μας. Είναι, επίσης, γνωστό ότι μαζί με τον τουρκικό όμιλο Koc η Folli Follie έχει αναλάβει τη διαχείριση της μαρίνας Μυτιλήνης για 40 έτη. Η Setur, που κατέχει ηγετική θέση στον συγκεκριμένο τομέα στα τουρκικά παράλια, είχε ενδιαφερθεί και για άλλες μαρίνες στο πλαίσιο του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων.
Συμφωνία έχει συνάψει και η D-Marine Investments Holding B.V. του ομίλου Dogus, μέσω της οποίας υπάρχει κινητικότητα για μαρίνες της χώρας αλλά και ξενοδοχειακές μονάδες. Συμφώνησε στην υλοποίηση στρατηγικής συμμαχίας μέσω της δημιουργίας κοινής εταιρείας όπου η οποία αρχικά επενδύει σε τουριστικές μαρίνες. Σήμερα η D-Marine έχει αναλάβει, επίσης, τη διαχείριση διαφόρων μαρινών στη χώρα, ενώ συμμετείχε και στο σχήμα που πήρε τον «Αστέρα» Βουλιαγμένης και το «Hilton».
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εύποροι Τούρκοι επενδύουν σε Ρόδο, Μύκονο και Ανατολική Αττική εξασφαλίζοντας τη Χρυσή Βίζα που η Ελλάδα χορηγεί. Στα παραπάνω να προσθέσουμε και τις τηλεοπτικές επενδύσεις της Acun Medya, καθώς και τις προηγούμενες τοποθετήσεις στον κλάδο ένδυσης των Koton και Ipekyol, που όμως δεν είχαν μεγάλη τύχη, αλλά και εκείνες της αλυσίδας επίπλων Istikbal.
Εντονη κινητικότητα επίσης έχει αναπτύξει στη χώρα μας η Turkish Airlines, μία από τις κορυφαίες αεροπορικές εταιρείες με συνδέσεις μέσω Κωνσταντινούπολης σε όλο τον κόσμο (και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ), το γκρουπ Kartonsan που εξαγόρασε και έσωσε από λουκέτο την ελληνική χαρτοβιομηχανία ΜΕΛ κ.ά. Τέλος, ρόλο στα τραπεζικά πράγματα αναζητά εδώ και περίπου τρία χρόνια η Ziraat Bank, ένας χρηματοπιστωτικός οργανισμός που επιδίωξε -ατυχώς- στην αρχή να προσεγγίσει ελληνικό κοινό όμως ήδη έχει αλλάξει στρατηγική και επικεντρώνεται σε Θράκη, Αθήνα και Ρόδο.
Σε κλοιό ο τουρισμός
Την προηγούμενη σεζόν πάντως σημειώθηκε ρεκόρ στις αφίξεις Τούρκων επισκεπτών, με τον αριθμό τους να ξεπερνά το 1,5 εκατομμύριο, φέτος όμως ο αριθμός αυτός αναμένεται να πέσει κάτω από το 1 εκατομμύριο. Μάλιστα οι Τούρκοι θεωρούνται από τους καλύτερους τουρίστες, με δαπάνη στα 90,8 ευρώ ανά διανυκτέρευση, ξεπερνώντας Αμερικάνους (90 ευρώ) και Αυστραλούς (86 ευρώ).
πηγή: newmoney.gr<