Το βιβλίο «Κρητικά Τραγούδια …» του Γ. Ζωγραφάκη αποτελεί μια εξαιρετική συλλογή από δημοτικά τραγούδια της Κρήτης που καταγράφουν ιστορικά γεγονότα, κοινωνικές συνθήκες και πολιτιστικές παραδόσεις. Ένα από τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κομμάτια που περιλαμβάνει το βιβλίο είναι ένα δημοτικό τραγούδι που περιγράφει την άφιξη του πρίγκιπα Γεωργίου ως Ύπατου Αρμοστή των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη, όταν είχαν αποφασίσει την αυτονομία του νησιού. Το τραγούδι αυτό, μαζί με πολλά άλλα, εξετάζεται εκτενώς στις σελίδες 129-131, συνοδευόμενο από σημαντικά σχόλια και ιστορικές πληροφορίες που δίνουν βάθος και κατανόηση στο περιεχόμενό του. Το βιβλίο «Κρητικά Τραγούδια …» διατίθεται δωρεάν, με μόνο κόστος τη χρέωση για ταχυμεταφορά.

Πληροφορίες και επικοινωνία: Τηλέφωνο: 6972315632 Email: [email protected] Ανακαλύψτε μέσα από αυτό το έργο την πλούσια παράδοση και ιστορία της Κρήτης, όπως αποκαλύπτεται μέσα από τα δημοτικά τραγούδια της.

Τ ρ α γ ο ύ δ ι  τ ο υ  Π ρ ί γ κ ι ψ  Γ ε ώ ρ γ ι ο ν

Κάθε πρωί με το δροσό, π’ ανοίγουνε τα άνθη, αφουκραστείτε να σας πω των Κρητικώ τα πάθη. Τρακόσοι χρόνοι σήμερο στην Κρήτη πολεμούνε, να λύσουνε το ζήτημα για να λευτερωθούνε. Να σπάσουνε τη γούμενα, που ΄ναι μαστιγωμένοι, να ξημερώσει ένα πρωί να ‘ναι λευτερωμένοι. Μια λάψη ήριξ’ ο Θεός, απ’ τ’ ουρανού το ύψος και δεν αφήνει να χαθεί το Κρητικό το δίκιο. Αίμα και κρέτα δώσανε για να λευτερωθούνε και τση Ελλάδας το παιδί σήμερο να το δούνε. Όταν παραχωρήθηκε η σκλαβωμένη Κρήτη. στο Κάστρο βάλανε φωθιά και δεν αφήκα σπίτι. Κι αμέσως τα βασίλεια συμβούλιο εκάμα, γιατί πολλά τως άγγιξε τούτο το μέγα πράμα. Να φέρου ν-το Γεώργιο για να μας λευτερώσει, ΄που του τυράννου το σπαθί να μας ελευτερώσει. Του Δεκεμβρίου τις εφτά* επάτησε στην Κρήτη, Σε δέκα τέσσερα λεφτά στην Πόλη εγροικήθη. (Ο γεις τ’ αλλού το λέγανε και μπήκε στο παλάτι). Κι ως τ’ άκουσ΄η βασίλισσα τρομάρα τηνε κράτει. Ξύπνα, σουλτάνε μου γλυκύ, ξύπνα και μη κοιμάσαι, την Κρήτη σου την πήρανε, κοντό δεν τη λυπάσαι. Λυπούμαι τη, βασίλισσα, μα τι μπορώ να κάμω, απού ΄χω τέσσερα θεργιά στην κεφαλή μ’ απάνω. Σαν το πολυκατάλαβε, το κρητικό χουνέρι, τρεις ώρες εσολάτσερνε, ώστε να συνεφέρει. Αλλάχ, Αλλάχ και Μπιραλλάχ, ιντά ΄ναι αυτό το πράμα, για δες τσι τουρκοκρητικούς κακό που μου το κάμα. Για δες δουλειές και πολεμού, σήμερο δέκα χρόνους, ανάλεμά τσι τσι Ρωμιούς, α δε τσι σφάξω όλους. Ας φήσομε το βασιλιά, να πούμε για την Κρήτη, ως ήφταξ΄ο Γεώργιος μια μπαταριά ερρίχτη. Την ώρα που κατέβηκε ΄του παποριού τη σκάλα, τότε τον είδε ο λαός, πολλή χαρά του κάμα. Σαράντα ναύτες στα κουπιά και πέντε στο τιμόνι, στη μέση ντως εκάθετο ωσάν το χελιδόνι. Την ώρα που κατέβηκε και βγήκ΄από τη βάρκα, δεξό ποδάρι βάνει ομπρός και πάτησε στην άκρα. Μα όντον επατήσανε τα πόδια του στο χώμα, σκύβει και πιάνει ένα κλαδί (χώμα εννοεί) και το φιλεί στο στόμα. Τότες του δίνουν τα κλειδιά τση Κρήτης και κρατεί τα, στο στόμα του τα σίμωσε, γλυκά γλυκά φιλεί τα. Και γύρισε ανετολικά και κάνει το σταυρό του, γιατί γερά του βοήθησε πολύ το ριζικό του. Και τότε συνοδεύυσανε όλοι οι καπετανέοι, κι όλοι οι γιαξιωματικοί και όλοι οι προξένοι. Απίτις τονε πήγανε κι ήκατσε στο παλάτι, όλοι ζητωκραυγάζανε, κι ώρα πολλή εκράτει. Ξυπνήστε όλοι οι γιαρχηγοί κι όλοι οι αγωνισμένοι, να δού την Κρήτη σήμερο που ΄ναι λευτερωμένη. Ξύπνησε, γέρο Κόρακα και σύ γέρο Κριγιάρη, να δεις τσ’ Ελλάδας το παιδί, τσ’ Ελλάδας το καμάρι. Και συ Τρυφίτσο ξύπνησε και συ γέρο Τσακίρη, να δεις τση Κρήτης το παιδί, τση Κρήτης νοικοκύρη. Να δεις τσ’ Αθήνας το παιδί, τσ’ Αθήνας το ξαθέρι, σε χίλια βασιλόπουλα δεν έχει άλλο ταίρι. Απού μας τονε φέρανε να μασε λευτερώσει, τα δάκρυα τω Χρισθιανώ σήμερο να πληρώσει. Πρέπει ντως των Οθωμανώ να ΄χουνε πάντα πίκρα, γιατί ΄χανε χρυσά φτερά και ΄δα τοσε κοπήκα. (* η ημεερομ. 7 Δεκεμβρίου 1898 ελέγχεται, αλλού 9 Δεκεμβρίου)