Ο Αρλεκίνος! Ο περίφημος καλλιτέχνης, ο υπηρέτης της ιταλικής Commedia dell’ Arte, ο “μικρός διάβολος” όπως σημαίνει το όνομά του, ο μοναχικός ήρωας με το χαρακτηριστικό καρό κοστούμι. Ο χρωματιστός αέρας που περιβάλλει το διάβα του.
Η περσόνα που κατέχει ο αρλεκίνος, ο σαλτιμπάγκος, ο γελωτοποιός, ο κλόουν, ο πιερότος ορίζει μια σημειολογία την οποία θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως «σημειολογία της μάσκας ή της μεταμφίεσης». Φαινομενολογικός τόπος αυτής της σημειολογίας θα μπορούσε να είναι το καρναβαλικό τοπίο, το οποίο υποδέχεται μια παρέλαση αντιφατικών αισθημάτων, αμφιλεγόμενων ηρώων, ονείρων που μεταμορφώνονται σε νοσηρούς εφιάλτες και αυτοί με την σειρά τους σε ξεσπάσματα ζωτικότητας και σφρίγους.
το πιο όμορφο Παραμύθι της Αποκριάς…
Μια φορά κι έναν καιρό στην πόλη με τις γόνδολες, τη Βενετία, ζούσε ένα φτωχό παιδάκι, ο Αρλεκίνος…
Τις μέρες της Αποκριάς, στη Βενετία γιορτάζουν το καρναβάλι με παρελάσεις και γιορτές.
Όλοι ντύνονται μασκαράδες και κρυμμένοι πίσω από τις μάσκες τους γλεντάνε μέχρι το πρωί.
Ο μικρός Αρλεκίνος, κάθε απόγευμα, καθόταν στο παράθυρο, έβλεπε τους γελαστούς μασκαράδες που περνούσαν παρέες παρέες κάτω από το σπίτι του και μερικές φορές ένα δάκρυ κυλούσε στο μαγουλάκι του.
Θυμόταν πώς ντυνόταν κι αυτός μασκαράς μαζί με τον πατέρα του και τη μητέρα του και κάνανε βόλτες στην πλατεία το Αγίου Μάρκου με τα περιστέρια. Τώρα πια όλα ήταν διαφορετικά !
Ο πατέρας είχε πεθάνει και η καημένη η μητέρα του με μεγάλη δυσκολία κατάφερνε να πληρώνει τα έξοδά τους. Σκούπιζε, λοιπόν, το δάκρυ του και χαιρετούσε τους γελαστούς μασκαράδες που του φώναζαν να κατέβει μαζί τους στο γλέντι.
Η μαμά του είδε το κρυφό δάκρυ του Αρλεκίνου και ανέβηκε στη σοφίτα αποφασισμένη να βρει κάτι, έστω κι ένα παλιό ρούχο, για να μασκαρέψει το λυπημένο παιδί της.
Κάτι μικρά κουρελάκια από υφάσματα της έδωσαν την ιδία ! Τα μάζεψε όλα, πήρε τα ραφτικά της και δούλεψε μέχρι το πρωί.
Ένωσε τα μικρά κομματάκια, έκανε ένα μεγάλο πολύχρωμο πανί και μ’ αυτό έραψε μια φανταχτερή στολή, που άλλη δεν είχε ξαναγίνει !
Ξύπνησε χαρούμενη το Αρλεκίνο και τον έντυσε με τη στολή. Φούντωσε τα κατσαρά καστανά μαλλάκια του παιδιού και, σαν τελευταία πινελιά, άνοιξε δυο τρύπες με το ψαλίδι της σε μια μαύρη βελούδινη λωρίδα και την έδεσε στα μάτια του παιδιού για μάσκα ! Το αποτέλεσμα ήταν θαυμάσιο !
Ευτυχισμένος ο Αρλεκίνος, με τα δάκρυα απ’ τα παράπονα να λάμπουν στα ματάκια του, έδωσε ένα σκαστό φιλί στη μανούλα του και έτρεξε στην πλατεία.
Τα πυροτεχνήματα έλαμπαν στον ουρανό και τα παιδιά μάζευαν καραμέλες και σοκολάτες που πετούσαν οι άρχοντες από τα μπαλκόνια.
Όταν έφτασε στην πλατεία ο Αρλεκίνος, όλοι θαύμαζαν τη φορεσιά του, κι εκείνος χαρούμενος άρχισε να χορεύει χωρίς να φανερώνει ποιος είναι.
Ποιος είσαι; τον ρωτούσαν πολλοί. Είσαι από τη Βενετία; Που αγόρασες αυτή τη θαυμάσια στολή;
Ο Αρλεκίνος χαμογελούσε και κρατούσε καλά φυλαγμένο το μυστικό του, ώσπου μια κοπελίτσα τού άρπαξε τη μάσκα.
Είναι ο Αρλεκίνος ! φώναξαν κάποιοι ξένοι.
Αυτός είναι ο βασιλιάς του καρνάβαλου, φώναξαν όλοι μαζί και του πρόσφεραν φρούτα και γλυκά χορεύοντας χαρούμενοι γύρω του.
Ο Αρλεκίνος χόρεψε ξέφρενα όλη νύχτα και το πρωί γύρισε στο σπίτι του φορτωμένος με γλυκά.
Ένας χρόνος πέρασε. Την επόμενη χρονιά, μόλις πλησίαζε η Αποκριά, όλοι έτρεξαν στη μητέρα του Αρλεκίνου και πλήρωναν όσο όσο για να ράψουν μια πολύχρωμη φορεσιά αρλεκίνο