Της Μορφούλας Ντέμπλα

Η μελισσοκομία, ένας από τους πιο σημαντικούς και ευαίσθητους κλάδους της Ελληνικής αγροτικής παραγωγής, αντιμετωπίζει συνεχείς προκλήσεις. Στη Χαλκιδική, όπως και σε όλη την Ελλάδα, οι μελισσοκόμοι δίνουν ένα καθημερινό αγώνα για να διατηρήσουν ζωντανό ένα επάγγελμα που είναι ζωτικής σημασίας όχι μόνο για την οικονομία, αλλά και για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και της φυσικής ισορροπίας. Ωστόσο, τα προβλήματα είναι πολλά και χρόνια, χωρίς να έχει βρεθεί ουδέποτε μία λύση.

Μία ουσιαστική λύση για τα πάμπολλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι έμπειροι μελισσοκόμοι της Χαλκιδικής, οι οποίοι όπως είναι γνωστό καλύπτουν το 1/3 των μελισσοκόμων της χώρας και παράγουν από τα καλύτερα μέλια στην αγορά.

Οι επιδοτήσεις μηδαμινές και οι οικονομικές ενισχύσεις ανύπαρκτες εδώ και χρόνια από το κράτος, ακόμη και σε καιρούς που οι ανάγκες το επιβάλουν, αφήνουν τους παραγωγούς ανυπεράσπιστους. Οι ακραίες καιρικές συνθήκες, που πλέον έχουν γίνει πιο συχνές και απρόβλεπτες λόγω της κλιματικής αλλαγής, επηρεάζουν άμεσα την παραγωγή μελιού, μειώνοντας την απόδοση των κυψελών και αυξάνοντας το κόστος συντήρησης.

Την ίδια στιγμή, το αυξημένο κόστος παραγωγής και οι ελληνοποιήσεις εισαγόμενων μελιών, ήρθαν να δώσουν τη χαριστική βολή στον κλάδο, με το μέλλον της μελισσοκομίας να κρίνεται αβέβαιο, πράγμα που οδηγεί ολοένα και πιο πολλούς παραγωγούς στο να εγκαταλείπουν το επάγγελμα.

Σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον, οι μελισσοκόμοι του νομού παλεύουν να επιβιώσουν, διεκδικώντας ουσιαστική στήριξη από την πολιτεία και μεγαλύτερη αναγνώριση της συμβολής τους στη βιώσιμη ανάπτυξη. Παλεύουν καθημερινά, νύχτα-μέρα, χειμώνα και καλοκαίρι, ώρες ατέλειωτες για να σώσουν το βίο τους και να βγάλουν τα προς το ζην.

Η μελισσοκομία στη Χαλκιδική αργοπεθαίνει, αλλά ποιος νοιάζεται; Ποιος νοιάζεται για τα υψηλά κοστολόγια, τη νοθεία, τις ελληνοποιήσεις στο μέλι που βασιλεύουν, και οδηγούν στον αφανισμό των μελισσοκόμων της Χαλκιδικής; Ποιος τους έχει εκπροσωπήσει μέχρι σήμερα, ζητώντας από τη Πολιτεία να αντιμετωπίσει το θέμα με στρατηγικές τέτοιες που θα βοηθήσουν τον μελισσοκόμο;

Τα παραπάνω ερωτήματα εγείρουν σοβαρές απαντήσεις και αποτελέσματα, αν δεν θέλουν ο πρωτογενής τομέας, το ζωικό βασίλειο προκειμένου να σωθεί αυτός ο “χρυσαφένιος” κλάδος του πρωτογενούς τομέα.

“Πολλές δυσκολίες, οδηγούμαστε σε αφανισμό” 

Οι μελισσοκόμοι, που γνωρίζουν την κατάσταση από πρώτο χέρι, κρούουν τον “κώδωνα” του κινδύνου, κάνοντας λόγο για αφανισμό τόσο του κλάδου όσο και του ζωικού κεφαλαίου. Οι ίδιοι, περιγράφουν τις δυσμενείς συνθήκες στο XalkidikiPolitiki με φόντο την κλιματική αλλαγή και την γενικότερη ακρίβεια, με τους ίδιους να κάνουν ιδιαίτερη αναφορά στις τροφές οι οποίες όπως είπαν έχουν φτάσει στα ύψη. Παράλληλα, αναφέρουν ως χειρότερες χρονιές των τελευταίων ετών, αυτή του 2023, αλλά και του 2024 με την παραγωγή μελιού να έχει μειωθεί δραματικά κατά 60% σε σύγκριση με άλλες χρονιές και με το χάσιμο του ζωικού κεφαλαίου να δίνει τη χαριστική βολή.

Ο Γιώργος Βρασταμνός, μελισσοκόμος από τη Νικήτη, εκπρόσωπος του νομού στην Ομοσπονδία Βορείου Ελλάδος και αντιπρόεδρος του Επαγγελματικου Συλλόγου Χαλκιδικής  δήλωσε αναφορικά με την παραγωγή των προηγούμενων χρόνων: «Η χρονιά του 2023 ήταν πρωτόγνωρη για τη μελισσοκομία, είχαμε 60% μείωση όσον αφορά τη παραγωγή μελιού. Το θεωρήσαμε φυσιολογικό, καθώς σε όλες τις δουλειές θα υπάρξουν κάποιες ατυχίες. Το 2024 ήρθε να επιδεινώσει τη κατάσταση η εκτεταμένη ανομβρία και η ξηρασία που υπήρχε σε όλο τον ελλαδικό χώρο, από τον Έβρο μέχρι και την Κρήτη, μη μπορώντας έτσι να μεταφέρουμε τα μελίσσια μας σε ένα πιο κατάλληλο περιβάλλον, αφού ουσιαστικά δεν υπήρχε! Έτσι, πέσαμε και πέρσι γύρω στο 50-60% στη παραγωγή μελιού, σε συνδυασμό και με το χάσιμο του κεφαλαίου, αφού τη περσινή χρονιά η γύρη ήταν άφαντη για τις μέλισσες Φέτος, η παραγωγή μελιού ήταν  σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Δεν υπήρχαν λουλούδια και έτσι δεν υπήρχε νέκταρ για τις μέλισσες. Γενικά υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα στο νησί. Βέβαια, με την μεγάλη ξηρασία βγήκαν κάποια χόρτα, τα οποία δεν είχαν καμία παραγωγή νέκταρ».

Για τη φετινή χρονιά, ο ίδιος ανέφερε χαρακτηριστικά: «Υπάρχει μια συγκρατημένη αισιοδοξία, γιατί το τελευταίο τρίμηνο έχει βρέξει αρκετές φορές και η άνοιξη φαίνεται ήδη εύφορη! Ας ελπίσουμε ότι θα είναι η χρονιά που θα μας ανταμείψει για τα προηγούμενα 2 δύσκολα χρόνια».

Στη συνέχεια ο κ. Βρασταμνός έκανε λόγο για τα πολλά και πιεστικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μελισσοκόμοι της Χαλκιδικής, ενώ δεν παρέλειψε να φέρει στο προσκήνιο την ελλιπή στήριξη του κράτους: «Η πολιτεία ποτέ δεν έχει σκύψει πάνω από τα μείζον σημασίας προβλήματά μας. Δεν μας παρείχε ποτέ μία αποζημίωση για τις καταστροφές που έχουμε υποστεί. Αν είχαμε μήλα και είχαν παγώσει σκεφτείτε ότι θα υπήρχε μια στήριξη, μια αποζημίωση για όλο αυτό. Αν είχαμε ζώα που είχαν αρρωστήσει πάλι θα συνέβαινε το ίδιο. Για τη μέλισσα όμως υπάρχει αδιαφορία, δεν προκύπτει κανένα σχέδιο δράσης, καμία επιδότηση, δεν μας υπολογίζουν στη ζωική παραγωγή, όπως τους υπόλοιπους αγρότες. Είμαστε εδώ και χρόνια ξεκρέμαστοι και γι’αυτό τα τελευταία χρόνια οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια στον αφανισμό».

Πολλοί είναι εκείνοι μάλιστα, σύμφωνα με τον ίδιο που αναγκάστηκαν τα τελευταία χρόνια να αφήσουν τα μελίσσια και να ψάξουν κάπου αλλού την τύχη τους, μην μπορώντας να αντεπεξέλθουν στις συνεχείς προκλήσεις: «Το τεράστια κόστη παραγωγής και οι ελληνοποιήσεις εισαγόμενων μελιών, ήρθαν να δώσουν τη χαριστική βολή στον κλάδο, με το μέλλον της μελισσοκομίας να κρίνεται αβέβαιο, πράγμα που οδηγεί ολοένα και πιο πολλούς παραγωγούς στο να εγκαταλείπουν το επάγγελμα», λέει και το αιτιολογεί όλο αυτό μέσα από ένα σοβαρό παράδειγμα: «Όταν ακόμη είχαμε δραχμές το μέλι άγγιζε το 1000αρικο, δηλαδή τα 3 ευρώ. Μετά από 25 χρόνια που αλλάξαμε νόμισμα το μέλι maximum να φθάσει τα 4,20 ευρώ το κιλό. Τα 30 λεπτά στα τόσα χρόνια είναι ένα μηδαμινό ποσό και βέβαια ας μην ξεχνάμε ότι δεν βγαίνει πλέον πλούσια παραγωγή, όπως συνέβαινε τα παλαιότερα χρόνια που με λιγότερο κόστος βγάζαμε 500-600 δοχεία».

Η Χαλκιδική, όπως ο μελισσοκόμος από τη Νικήτη τονίζει «είναι το κέντρο της μελισσοκομίας στην Ελλάδα, είναι αυτή που έχει δώσει στο παρελθόν παραγωγή ετησίως πάνω από 1250 τόνους, εξαιρετικής ποιότητας μελιού». Παρολ’αυτά η Χαλκιδική, ο νομός του υγρού αυτού χρυσαφιού, παραμένει εκτεθειμένος και ευάλωτος σε κάθε είδους νοθεία, η οποία τα τελευταία χρόνια, έχει αυξηθεί δραματικά. Οι “ελληνοποιήσεις”εισαγόμενου μελιού από την Κίνα, την Ινδία, τη Βραζιλία, τη Βουλγαρία, ακόμα και την Τουρκία είναι ένα μόνιμο αγκάθι για την ελληνική μελισσοκομία: «Η πολιτική της Ε.Ε., που αίρει κάθε περιορισμό στις εισαγωγές, δυστυχώς τροφοδοτεί αυτή τη πρακτική. Από την άλλη η αδιαφορία της ελληνικής πολιτείας, που επιτρέπει την ανεξέλεγκτη κυκλοφορία μελιών, αμφίβολης ποιότητας, μας οδηγεί στον αφανισμό».

Και εξηγεί στον κάθε αγοραστή: «Ο εκάστοτε Έλληνας που αγοράζει από τον παραγωγό το καλύτερο μέλι με 4,20€, το αντίστοιχο μέλι του κιλού, όταν είναι εισαγωγής θα το πάρει στο 1€. Οπότε έχουμε απευθείας με 5,20€ δυο κιλά μέλι που αν το διαιρέσουμε με το 2 βγαίνει ανταγωνιστικό στο ράφι με 2,75», υπογραμμίζοντας την ίδια ώρα ότι στο εξωτερικό δεν έχουν να “παλέψουν” με τα τεράστια κόστη παραγωγής.

Για τα δυσβάσταχτα κόστη παραγωγής ο κ. Βρασταμνός επισημαίνει: «Τα κόστη παραγωγής έχουν γίνει θηλιά στο λαιμό που μας πνίγει, λόγω των αυξήσεων στο πετρέλαιο, τη ζάχαρη και τα διάφορα εφόδια. Ο Έλληνας μελισσοκόμος διανύει 35.000 έως 50.000 χιλιόμετρα και αυτό μόνο αν κινηθεί στη βόρεια Ελλάδα. Αν θελήσει να κινηθεί προς τη νότια σκεφτείτε τι κόστη καλείται να διαχειριστεί».

Ο ίδιος κάνει λόγο και για την ασύδοτη χρήση φυτοφαρμάκων και παρασιτοκτόνων που εξοντώνουν τις μέλισσες: «Οι συνεχόμενοι ψεκασμοί με φυτοφάρμακα αποτελούν μόνιμη απειλή για τις μέλισσες, που η παρουσία τους είναι ζωτικής σημασίας και για την υγεία των οικοσυστημάτων. Συμμερίζομαι τους αγρότες ως ένα σημείο, γιατί και αυτοί θα πρέπει να υπερασπιστούν το βίο τους, όμως όλα θα πρέπει να γίνονται με μέτρο. Ας ψεκάζουν τα απογεύματα η νωρίς το πρωί που τα μελίσσια δεν πετάνε».

Ενώ δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι η πυρκαγιά που ξέσπασε το 2006 στη Κασσάνδρα ήταν αυτή που ώθησε τους μελισσοκόμους να μετακινηθούν προς το νησί της Θάσου για την παραγωγή πευκόμελου: «Το δάσος δεν έχει ακόμη προλάβει να ανακάμψει και έπειτα σε πολλά σημεία όπου υπήρχαν πεύκα έχουν χτιστεί κατοικίες. Όλο αυτό μεγάλωσε τα έξοδα μας, διότι για να βγάλουμε πευκόμελο προστρέχουμε στο νησί της Θάσου. Επίσης η παραγωγή μειώνεται αυτόματα, γιατί το νησί κατακλύζεται από δεκάδες παραγωγούς, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί να δώσει ότι θα έδινε σε ένα λιγότερο ποσοστό».

Για το “κυνήγι” που έχει προκύψει με το δασαρχείο ο παραπάνω υπογράμμισε: «Το δάσος το φροντίζουμε μέρα-νύχτα. Το προστατεύουμε με όλες μας τις δυνάμεις. Παρολ’αυτά βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ανήκουστα πρόστιμα, λόγω τοποθέτησης των μελισσιών σε απόσταση μικρότερη των 25 μέτρων από δρόμο. Όλο αυτό έρχεται σαν χαριστική βολή».

Όπως τονίζει ο κ. Βρασταμνός ο μελισσοκόμος δεν είναι ένα απλό επάγγελμα, αλλά πολύ περισσότερα. Είναι πολλά αυτά που προσφέρει ο μελισσοκόμος στην ελληνική κοινωνία, στο περιβάλλον, στον αγροτικό κλάδο: «Δεν έχουν  καταλάβει ακόμη τι σημαίνει νομαδική μελισσοκομία, τι σημαίνει να ζεις την οικογένεια σου, να μεγαλώνεις τα παιδιά σου, να τα σπουδάζεις κτλ. Ποιος αναγνωρίζει την προσφορά των μελισσοκόμων στα ακριτικά χωριά που μας περιμένουν οι άνθρωποι τους κάθε φορά με ανοιχτές αγκαλιές για να τους στηρίξουμε; Ποιος έχει συμμεριστεί εκ βάθους  την δραστηριότητα του μελισσοκόμου που ταυτόχρονα είναι και επαγγελματίας οδηγός, και ξυλουργός, και συντηρητής, και ελαιοχρωματιστής, και γεωπόνος;», και γνωστοποιεί όμως ότι «τα τελευταία χρόνια γίνονται κάποιες προσπάθειες αναγνώρισης των κόπων τους, ωστόσο απέχουμε πολύ από την ίση αντιμετώπιση με άλλα επαγγέλματα».

Τα ίδια ανέφερε μεταξύ άλλων και ο έμπειρος μελισσοκόμος από το Γομάτι του δήμου Αριστοτέλη, Χριστόδουλος Γιουβανάκης, ο οποίος είναι μελισσοκόμος πατροπαράδοτα, από τον παππού και τον πατέρα του: «Οι δύσκολες καιρικές συνθήκες, η ξηρασία που υπήρχε το 2024 μείωσαν κατακόρυφα την παραγωγή. Από την άλλη οι εκτεταμένες μετακινήσεις για να βρούμε το μέλι, μας ωθούσαν σε απελπισία, αφού τα κόστη που είχαμε να διαχειριστούμε ήταν δυσβάσταχτα. Και όλο αυτό στη τελική δεν έφερε μεγάλη παραγωγή, γιατί το φθινόπωρο που η σούσουρα στα μέρη μας ευδοκιμεί, δεν ήταν ευνοϊκή ώστε τα μελίσσια να μπορέσουν να αποδώσουν. Ήταν αποδεδειγμένα μια πολύ δύσκολη χρονιά η περσινή, δυστυχώς».

Για τη φετινή χρονιά σημειώνει: «Έχουμε βγει με μικρά μελίσσια και αυτό που πρέπει είναι να τα δυναμώσουμε, ο καθένας στο σημείο που μπορεί να μετακινηθεί. Από εκεί και πέρα θα δούμε τι θα προκύψει με τη μελιτοφορία, η οποία κρίνεται από τις καιρικές συνθήκες σε τεράστιο βαθμό».

Στο μεταξύ σύμφωνα με τον κ. Γιουβανάκη συνεχίζονται τα φαινόμενα νοθείας και ελληνοποιήσεων στο μέλι: «Έρχονται μεγάλες ποσότητες μέλι από διάφορα κράτη, με αποτέλεσμα το δικό μας μέλι να διακινείται στην αγορά πιο κάτω από την αξία του. Τα κόστη είναι μεγάλα και τα χρήματα που μας δίνουν είναι πολύ λίγα, γιατί βρίσκουν φθηνότερα μέλια τα οποία είναι σίγουρα κατώτερης ποιότητας από τα δικά μας, μιας και ο τόπος μας, η γη μας είναι πλούσια σε αρώματα και γεύσεις, και έτσι καθιστούν τα μέλια μας μοναδικά», αναφέρει εφιστώντας την προσοχή στους καταναλωτές, ζητώντας τη βοήθεια του κράτους που πρέπει να προστατέψει τον αγοραστή, αλλά και τους ίδιους τους παραγωγούς με εκτεταμένους ελέγχους για την αποτροπή δόλιων πρακτικών και νοθείας στο μέλι.

Για τα προβλήματα με το δασαρχείο ο παραπάνω εξηγεί: «Σε διάφορα σημεία στον ορεινό όγκο της Χαλκιδικής, το δασαρχείο προχωράει σε διάφορες ξυλείες, χωρίς ουδεμία ενημέρωση προς εμάς, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να λάβουμε τα μέτρα μας και να μας διώχνουν κακήν κακώς. Το δασαρχείο πρέπει επιτέλους να μεριμνήσει για την ενημέρωση εργασιών που σκοπεύει να προχωρήσει σε κάθε περίοδο, ώστε να υπάρχει αποφυγή τέτοιων καταστάσεων που φέρνουν σε κίνδυνο τα μελίσσια μας».

Ο μελισσοκόμος μάλιστα κρούει τον “κώδωνα” του κινδύνου, όσον αφορά τις σοβαρές συνέπειες που φέρουν τα ραντίσματα: «Αυτή τη στιγμή για παράδειγμα είναι μια περίοδος που η γη ανθίζει και τα λουλούδια δέχονται τα μελίσσια. Τα συνεχόμενα ραντίσματα δημιουργούν τεράστια ζημιά στη Μέλισσα που βρίσκεται πάνω στο άνθος της, την καταστρέφει και ο πληθυσμός της μειώνεται κατά πολύ», υπογραμμίζει και αναρωτιέται «πως τελικά θα διαφυλάξουμε και εμείς το βίο μας;».

Πάντως σύμφωνα με τον μελισσοκόμο από το Γομάτι το μέλλον της μελισσοκομίας κρίνεται αβέβαιο, με την πολιτεία να πρέπει άμεσα να δράσει: « Οι μειωμένες παραγωγές, το βάρος από κόστη παραγωγής, αλλά και οι αθρόες εισαγωγές αποτελούν τους βασικούς λόγους που συμβάλουν, ώστε ο κλάδος μας να στενάζει οικονομικά. Δεν είναι μάλιστα λίγοι οι παραγωγοί που, υπό αυτές τις συνθήκες, εγκαταλείπουν το επάγγελμα του μελισσοκόμου. Περιμένουμε από την Πολιτεία να σκύψει στο πρόβλημά μας και να αγκαλιάσει το επάγγελμα όπως του αρμόζει».

Τέλος σύμφωνα με τον κ. Γιουβανάκη, αλλά και με τον κ. Βρασταμνό η ανάγκη για στήριξη από την πολιτεία στους μελισσοκόμους της Χαλκιδικής μοιάζει πιο επιτακτική από ποτέ. Και οι δυο απευθύνουν έκκληση σωτηρίας και θα πρέπει να εισακουστούν: «Θέλουμε άμεσα μέτρα προστασίας και καλύτερης διαχείρισης αυτού του θησαυρού της χαλκιδικιώτικης γης, κατοχύρωση του μελιού της Χαλκιδικής, ως μελιού προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης, ένταξη αγορανομικών ελέγχων για την πάταξη της νοθείας στο μέλι, εξασφάλιση χρηματοδοτικών εργαλείων. Θέλουμε ίδια αντιμετώπιση με τα υπόλοιπα επαγγέλματα, έχουμε τα ίσα δικαιώματα και το αξίζουμε».