Ανάμεσα στα κράτη-μέλη με τις μεγαλύτερες ανισότητες ως προς την πρόσβαση στην εκπαίδευση των ατόμων με περιορισμό ή αναπηρία (από 16 ετών και άνω) συγκαταλέγεται η Ελλάδα, με το βαθμό εκπροσώπησής τους να μειώνεται σημαντικά όσο αυξάνεται το επίπεδο της εκπαίδευσης, σύμφωνα με στοιχεία του 2016.
Τα παραπάνω συμπεραίνει έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ, που εκπονήθηκε σε συνεργασία με το «Παρατηρητήριο Θεμάτων Αναπηρίας» της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑμεΑ), με τίτλο: «Βασικά μεγέθη Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης: Διακρίσεις και Ανισότητες στην Εκπαίδευση και στην Εργασία».
Αναλυτικότερα, τα ΑμεΑ παρουσιάζουν σημαντικά υψηλότερες πιθανότητες να σταματήσουν τη φοίτησή τους στις χαμηλότερες βαθμίδες της εκπαίδευσης σε σχέση με τα άτομα χωρίς αναπηρία, καταγράφοντας σημαντικά χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και υψηλότερα ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης και κατάρτισης. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι το 2016, το 42,8% των ατόμων στην Ελλάδα που είχαν ολοκληρώσει το πολύ έως και την κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ήταν άτομα με αναπηρία (ή περιορισμό δραστηριότητας).
Τα παραπάνω συσχετίζονται και με τα ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το 2011, η συμμετοχή των ΑμεΑ στην τυπική εκπαίδευση (15-64 ετών) ανερχόταν στο 1,4% (κατατάσσοντας την Ελλάδα στην 25η θέση μεταξύ 28 των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και στη μη τυπική εκπαίδευση στο 0,6% (22η θέση). Παράλληλα, το ποσοστό πρόωρης εγκατάλειψης από την εκπαίδευση ή κατάρτιση στα ΑμεΑ ανερχόταν στο 39,2% (6η υψηλότερη θέση στην ΕΕ).
Εξάλλου, η Ελλάδα κατέχει τον υψηλότερο δείκτη ανεργίας των ατόμων με περιορισμό/αναπηρία, ηλικίας 16-64 ετών, σε ποσοστό που ανέρχεται στο 37,2% στην ΕΕ-28 και ταυτόχρονα τον δεύτερο χαμηλότερο δείκτη απασχόλησης των ΑμεΑ, με ποσοστό 30,5% (στοιχεία 2011).
Τέλος, από την έρευνα γίνεται φανερό ότι, με βάση τους «δείκτες φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού», τα άτομα με αναπηρία ανήκουν σε μία πολύ ευάλωτη οικονομικά κατηγορία, αφού καταγράφονται πολύ υψηλά ποσοστά κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού:
Η Ελλάδα κατατάσσεται 2η στην ΕΕ-28, με τον δείκτη φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού των ΑμεΑ (16-59 ετών) να φτάνει στο 51,9% και συγκαταλέγεται μαζί με άλλα 11 κράτη-μέλη (Βουλγαρία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Μάλτα, Κροατία, Λετονία, Ισπανία, Κύπρος, Πορτογαλία και Ιταλία) στην ομάδα των χωρών της ΕΕ με υψηλό δείκτη φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού και ταυτόχρονα χαμηλό ΑΕΠ ανά κάτοικο.
Παρουσίαση της έρευνας
Η παρουσίαση της έρευνας πραγματοποιήθηκε χθες, Τρίτη, στο αμφιθέατρο του Μουσείου της Ακρόπολης, παρουσία εκπροσώπων του πολιτικού κόσμου, του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, των κοινωνικών εταίρων και θεσμικών φορέων της κοινωνίας των πολιτών.
«Αποτελεί σημείο εκκίνησης διαλόγου η παρουσίαση της έρευνας» σημείωσε ο διευθύνων σύμβουλος του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, Μιχάλης Κουρουτός και επεσήμανε ότι ο βαθμός ευαισθησίας της πολιτείας κρίνεται από τις πολιτικές της στον χώρο της παιδείας και της εργασίας, από την πρόνοια που δείχνει για τα «δύσκολα» κομμάτια της Ειδικής Αγωγής και της Τεχνικής-Επαγγελματικής Εκπαίδευσης.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος, με τη σειρά του, υπογράμμισε την ανάγκη σύνδεσης της εκπαίδευσης των ΑμεΑ με την αγορά εργασίας, ενώ ο πρόεδρος της EΣΑμεΑ, Γιάννης Βαρδακαστάνης, τόνισε ότι η αναπηρία είναι θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
«Είναι ζήτημα οικουμενικό που απαιτεί γενναίες παρεμβάσεις από την κοινωνία και την πολιτεία. Επεσήμανε ότι στην Ελλάδα τα άτομα με αναπηρία δεν έχουν βρει τη θέση που τους αξίζει στην κοινωνία, δεν έχουν ισότιμη αντιμετώπιση στην εργασία και στην εκπαίδευση», σημείωσε.
Εκπροσωπώντας την κυβέρνηση, ο υφυπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Νάσος Ηλιόπουλος, ανέφερε ότι οι ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές και η παράδοση κοινωνικών πολιτικών στα χέρια της αγοράς έχουν οδηγήσει σε ανισότητες και σημείωσε ότι στόχος της κυβέρνησης είναι να ενισχύσει τις πολιτικές για τα ευαίσθητα κοινωνικά στρώματα και προειδοποίησε πως οι Ευρωπαϊκές πολιτικές κινδυνεύουν να μείνουν κενό γράμμα, αν δεν συνοδευτούν από συγκεκριμένα μέτρα κοινωνικής προστασίας.
Παρούσα στην παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνας ήταν και η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής, Φώφη Γεννηματά, η οποία παίρνοντας το λόγο υπενθύμισε τους ιστορικούς δεσμούς της παράταξής της με τον κόσμο της εργασίας, τους μη προνομιούχους και τα συνδικάτα, τονίζοντας ότι βασικός στόχος του Κινήματος Αλλαγής είναι η εκπόνηση πολιτικών που θα στοχεύουν στη λείανση των ανισοτήτων και στη δίκαιη αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου. Κατήγγειλε τις ασκούμενες κυβερνητικές πολιτικές, αναφέροντας ότι επιδεινώνουν τη θέση των κοινωνικά αδύναμων. Παράλληλα, έθεσε ως βασικό στόχο του κόμματός της την ίδρυση ενός «Σχολείου για Όλους», στο οποίο θα φοιτούν όλοι χωρίς αποκλεισμούς και μίλησε για την ενίσχυση του θεσμού της παράλληλης στήριξης που αποτελεί πυλώνα της ειδικής εκπαίδευσης.
Εξάλλου, ο εκπρόσωπος του προέδρου της ΝΔ, βουλευτής Θεόδωρος Καράογλου, μετέφερε την «ιδιαίτερη ευαισθησία» της παράταξης για τους ανθρώπους που καθημερινά δίνουν έναν «σκληρό αγώνα», επισημαίνοντας ότι τα άτομα με αναπηρία πρέπει να έχουν αυξημένη φροντίδα της πολιτεία. Κλείνοντας, ανέφερε ότι οι πολιτικές της ΝΔ στοχεύουν στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος ίσης συμμετοχής, χωρίς αποκλεισμούς και προκαταλήψεις.
Τέλος, ο πρόεδρος της ΔΟΕ, Θανάσης Κικινής, ανέφερε ότι οι κυβερνητικές πολιτικές των μνημονιακών ετών έχουν αποδυναμώσει το σχολείο και τις υποστηρικτικές δομές για την ειδική αγωγή, με αποτέλεσμα τα παιδιά με ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες να μην τυγχάνουν της αντιμετώπισης από την πολιτεία που τους αρμόζει.