Στάση αναμονής τηρούν οι κλάδοι της επιτραπέζιας ελιάς και του τυποποιημένου ελαιόλαδου μετά την πρόσφατη απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να επιβάλουν δασμούς ύψους 20% σε όλα τα εισαγόμενα προϊόντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παρότι η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε προσωρινή αναστολή ισχύος των μέτρων για 90 ημέρες —και αυτή μόνο για ορισμένες χώρες— η εντεινόμενη αβεβαιότητα έχει αρχίσει ήδη να επηρεάζει τον σχεδιασμό των επιχειρήσεων του αγροδιατροφικού τομέα.
Η επιτραπέζια ελιά παραμένει ένα από τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας, με υψηλή προστιθέμενη αξία και εξαγωγές σε περισσότερες από 100 χώρες. Η σημαντικότερη αγορά είναι αυτή των ΗΠΑ, όπου καταλήγει το 30% της συνολικής παραγωγής, αποφέροντας έσοδα ύψους 214 εκατ. ευρώ. Ακολουθούν η Γερμανία με 90 εκατ. ευρώ, το Ηνωμένο Βασίλειο με 43 εκατ. ευρώ, η Αυστραλία με 33 εκατ. ευρώ και ο Καναδάς με 30 εκατ. ευρώ.
Όπως σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Μεταποιητών – Τυποποιητών – Εξαγωγέων Επιτραπέζιας Ελιάς (ΠΕΜΕΤΕ), Κώστας Ζούκας: «Πρόκειται για μια πρωτόγνωρη κατάσταση, την οποία καλούμαστε να αποτιμήσουμε ψύχραιμα. Αν δεν υπήρχαν οι δασμοί, η φετινή χρονιά θα εξελισσόταν σε χρονιά-ρεκόρ. Όμως η αβεβαιότητα που προκαλούν οι εμπορικοί φραγμοί φρενάρει την αναπτυξιακή δυναμική του κλάδου».
Ο κ. Ζούκας επισημαίνει πως η εξάρτηση από την αμερικανική αγορά δημιουργεί εύλογο προβληματισμό: «Η αγορά των ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη στην οποία εξάγουμε. Δεν είναι εύκολο να την αντικαταστήσουμε από τη μια στιγμή στην άλλη. Οι επιχειρήσεις επένδυσαν σε αυτή τη σχέση για δεκαετίες και η αιφνίδια ανατροπή των όρων πρόσβασης δημιουργεί τεράστιο κόστος».
Αναζητώντας εναλλακτικές, η ΠΕΜΕΤΕ εξετάζει νέες γεωγραφικές αγορές, με την Ασία να βρίσκεται στο επίκεντρο: «Η ασιατική ήπειρος, λόγω της πληθυσμιακής της δυναμικής, μπορεί να αποτελέσει μεσοπρόθεσμα μια σημαντική διέξοδο. Ωστόσο, για να επιτευχθεί ουσιαστική διείσδυση, απαιτείται στοχευμένη προβολή, επενδύσεις, κρατική στήριξη και πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία».
Στο πλαίσιο αυτό, η ΠΕΜΕΤΕ ζητά δύο βασικές παρεμβάσεις: διπλωματική κινητοποίηση και οικονομική ενίσχυση των επιχειρήσεων που πλήττονται άμεσα. «Η Ελλάδα θα πρέπει να διαπραγματευθεί μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ωστόσο θεωρούμε ότι οι απευθείας συνομιλίες με τις ΗΠΑ θα ήταν πιο αποτελεσματικές. Αυτό αποδείχθηκε και κατά την προηγούμενη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, όταν οι ελληνικές ελιές είχαν εξαιρεθεί από τους δασμούς, σε αντίθεση με τις ισπανικές», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Ζούκας.
Όσον αφορά την οικονομική ενίσχυση, υπογράμμισε: «Ήδη χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Γερμανία έχουν ανακοινώσει μέτρα στήριξης. Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει προβεί σε δηλώσεις στήριξης, ωστόσο προς το παρόν δεν έχουμε δει συγκεκριμένες παρεμβάσεις».
Προβληματισμός Και Στον Κλάδο Του Ελαιολάδου
Ανησυχία επικρατεί και στον τομέα του ελαιολάδου, καθώς οι ελληνικές εξαγωγές τυποποιημένου ελαιολάδου προς τις ΗΠΑ φτάνουν τα 60–70 εκατ. ευρώ ετησίως, καλύπτοντας περίπου το 8% της ελληνικής παραγωγής.
Όπως δήλωσε ο Γενικός Διευθυντής της ΣΕΒΙΤΕΛ, Γιώργος Μητράκος: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι μόνο ο δασμός αυτός καθαυτός, αλλά ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζεται η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού προϊόντος. Υπάρχουν τρίτες χώρες, όπως η Τουρκία και η Τυνησία, που εξάγουν ελαιόλαδο στις ΗΠΑ με δασμούς μόλις 10%, ενώ για εμάς, λόγω της ευρωπαϊκής προέλευσης, ο δασμός φτάνει στο 20%. Αυτό δημιουργεί σημαντικό μειονέκτημα».
Η κατάσταση επιβαρύνεται περαιτέρω από τη συνεχιζόμενη πτώση της διεθνούς τιμής του ελαιολάδου, η οποία συρρικνώνει τα περιθώρια κέρδους για τις ελληνικές επιχειρήσεις.