Ήταν Οκτώβριος του 1912, όταν τελικά ο Πολύγυρος κατάφερε να απελευθερωθεί από τη μακραίωνη σκλαβιά του με αναίμακτο τρόπο. Πρωταγωνιστής στις διαδικασίες που οδήγησαν στην απελευθέρωση ήταν ο τότε μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος (1863-1945), ένας φωτισμένος ιεράρχης, που άφησε έντονο το αποτύπωμά του στη σύγχρονη ιστορία της Χαλκιδικής.
Τα γεγονότα
Λόγω της ραγδαίας προελάσεως των ελληνικών στρατευμάτων προς τη Θεσσαλονίκη και της κυριαρχίας τους στο Αιγαίο, οι Τούρκοι της Χαλκιδικής, φοβούμενοι απόβαση των Ελλήνων, συγκέντρωσαν για ασφάλεια τις εκεί φρουρές τους στον Πολύγυρο – εκτός από εκείνη στον Ίσβορο (Στρατονίκη) – με αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν σ’ αυτόν γύρω στις 2.000 στρατιώτες. Δυνάμεις του οθωμανικού στρατού που επιχείρησαν να ενισχύσουν τις φρουρές στον Πολύγυρο και στον Ίσβορο διαλύθηκαν από τους Έλληνες αντάρτες. Ως εκ τούτου οι Τούρκοι στον Πολύγυρο είχαν χάσει το ηθικό τους. Μάλιστα μετά από σχετική καθοδήγηση του Μητροπολίτη Ειρηναίου, τον πανικό των Τούρκων ενίσχυαν οι καθημερινές αναφορές προς στον καϊμακάμη, δήθεν απελπισμένων κατοίκων του Πολυγύρου και των γύρω χωριών, που ζητούσαν προστασία από το πλήθος των ανταρτών, οι οποίοι τους αφαιρούν τα τρόφιμα και ετοιμάζονται να επιτεθούν. Ο καϊμακάμης, ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση, κάλεσε τον μητροπολίτη να ακούσει τη γνώμη του, και εκείνος, όπως και ένας παριστάμενος κάτοικος της Λούκοβης, του επιβεβαίωσε τις πληροφορίες των κατοίκων και τον παρακάλεσε να λάβει μέτρα ασφαλείας των εργαζομένων έξω από την κωμόπολη. Ο καϊμακάμης πείστηκε για την αλήθεια των καταγγελλομένων και είπε στον μητροπολίτη ότι αφού, όπως φαίνεται, η εξουσία περνά στα χέρια των Ελλήνων, να έλθει σε επαφή μαζί τους για να μάθει τις διαθέσεις τους.
Ο μητροπολίτης, μετά τη θετική αυτή εξέλιξη, συνάντησε τον ανθυπολοχαγό Βασίλειο Παπακώστα, ηγέτη του ολιγάριθμου ελληνικού αποσπάσματος που κυριαρχούσε στην περιοχή, τον ενημέρωσε για τα διαμειφθέντα με τον καϊμακάμη και του πρότεινε, έως ότου ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, να αναμένει με το απόσπασμά στο εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία, γιατί τυχόν επίθεσή τους εναντίον του πολυάριθμου τουρκικού στρατού στον Πολύγυρο θα είχε πολύ αβέβαια έκβαση και σίγουρα θα προξενούσε μεγάλη αιματοχυσία. Ο Παπακώστας συμφώνησε, οπότε ο Ειρηναίος πήγε πάλι στον Καϊμακάμη και του είπε ότι οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι έζησαν μαζί ειρηνικά στη Χαλκιδική για πεντακόσια χρόνια και δεν πρέπει τώρα να τα χαλάσουν και να αφήσουν να χυθεί αίμα, άλλωστε η νίκη στον πόλεμο που γίνεται δεν θα εξαρτηθεί από μια ενδεχόμενη σύγκρουση στον Πολύγυρο, αλλά από το αποτέλεσμα του συνόλου των επιχειρήσεων που διεξάγονται από τα τακτικά στρατεύματα. Τον διαβεβαίωσε ακόμη ότι έχει όλη την καλή διάθεση να προστατεύσει αυτούς και τις οικογένειές τους, δεν γνωρίζει όμως αν το κατορθώσει, γιατί οι Έλληνες έχουν πρόθεση να επιτεθούν στον Πολύγυρο. Πρότεινε λοιπόν στον καϊμακάμη, ότι, με αυτά τα δεδομένα, το σωστότερο θα ήταν τόσο οι τοπικές οθωμανικές αρχές με τις οικογένειές τους όσο και ο στρατός να καταφύγουν στη Θεσσαλονίκη μέχρις ότου ησυχάσουν τα πράγματα. Στην παρατήρηση του καϊμακάμη ότι αυτό θα απαιτούσε διακόσια υποζύγια και ότι η πορεία μετάβασης θα ήταν εκτεθειμένη στις επιθέσεις των ανταρτών, ο μητροπολίτης απάντησε ότι θα φροντίσει για την εξεύρεση των αναγκαίων υποζυγίων και ότι θα εγγυηθεί την ασφαλή μετάβασή τους μπαίνοντας ο ίδιος επικεφαλής της πορείας, πρόταση με την οποία ο καϊμακάμης συμφώνησε. Έτσι το πρωί της επομένης 22ας Οκτωβρίου 1912 τέθηκαν στη διάθεση των οθωμανικών αρχών πάνω από διακόσια ζώα που συγκεντρώθηκαν από τα Βράσταμα και τα άλλα γειτονικά χωριά και ξεκίνησε η πορεία προς τη Θεσσαλονίκη με προπορευόμενο τον έφιππο Ειρηναίο και τον Πολυγυρινό πρόκριτο Αθανάσιο Σαμαρά. Όταν μετά από μιάμισι ώρα η φάλαγγα έφθασε στην τοποθεσία Καστρί νοτίως του Πολυγύρου, ο καϊμακάμης ευχαρίστησε θερμά τον μητροπολίτη και τον παρακάλεσε να επιστρέψει διότι δεν υπήρχε πια κίνδυνος επιθέσεως. Ο Ειρηναίος επέστρεψε και ειδοποίησε αμέσως τον Παπακώστα να μπει με τους άνδρες του στον Πολύγυρο, όπως και έγινε μέσα σε ενθουσιώδη ατμόσφαιρα, με την παρουσία και των δύο εναπομεινάντων οθωμανών αξιωματούχων, του Ανακριτή και του Προέδρου του Δικαστηρίου.
Έτσι έγινε κατορθωτή η αναίμακτη απελευθέρωση του Πολυγύρου και η πραγματοποίηση του ονείρου γενεών Πολυγυρινών για την αποτίναξη ενός ζυγού που κράτησε πεντακόσια χρόνια.