Την κεντρική πλατεία της Αθύτου κοσμεί πλέον μια σπάνια σαρκοφάγος του 5ου π.Χ, αιώνα που βρέθηκε πριν από 20 χρόνια. Το σπουδαίο αρχαιολογικό εύρημα μαζί με άλλους 47 τάφους διαφόρων τύπων ήρθαν στο φως από τις ανασκαφικές έρευνες του 2002 στην πλατεία Αλετρά του χωριού. Σε οικόπεδο ιδιώτη και στον χώρο ουσιαστικά που ήταν το νεκροταφείο «Αρχαία Αφύτιος».
Στο μεγαλύτερο τμήμα του οικοπέδου, και σε διάφορα βάθη αποκαλύφθηκαν σαράντα επτά τάφοι ποικίλλων τύπων, που χρονολογούνται από το τέλος του 6ου ή τις αρχές του 5ου μέχρι τον 4ο αι. π.Χ.. Πρόκειται για σαρκοφάγους, λακκοειδείς και κιβωτιόσχημους, ενώ οι ειδικοί δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να γινόταν και επιτόπιες καύσεις νεκρών. Το συγκεκριμένο τμήμα του νεκροταφείου χρησιμοποιήθηκε για την ταφή τόσο ενηλίκων, όσο και παιδιών, ενώ διαφαίνεται μια τάση οι τύποι των τάφων, που προτιμώνται κάθε φορά, να είναι σε συνάρτηση με την ηλικία του νεκρού, αλλά και της χρονικής περιόδου στην οποία ανήκουν.
Η συγκεκριμένη σαρκοφάγος που εκτίθεται πλέον στην πλατεία της Αθύτου τοποθετείται χρονολογικά περίπου στο 5ο αιώνα π.Χ. και χαρακτηρίζεται από τους αρχαιολόγους της ανασκαφής, ως παιδικός τάφος.
Η μεταφορά της σαρκοφάγου έγινε από την τοπική κοινότητα με ιδιαίτερη επιμέλεια και φροντίδα. Όπως εκτιμούν τώρα οι ¨Εθελοντές της Αθύτου¨ αλλά και ολόκληρη κοινότητα, θα μπορέσει με τον τρόπο αυτό να αναδειχθεί η πλούσια ιστορία του χωριού και να αποτελέσει πόλο έλξης για τους επισκέπτες. Μάλιστα εκφράζουν και ιδιαίτερες ευχαριστίες προς την Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους.
Τα στοιχεία για τα ευρήματα
Η ανασκαφική έρευνα στην Αρχαία Αφύτιο ξεκίνησε το 2002, πραγματοποιήθηκε σε τέσσερις ανασκαφικές περιόδους και ολοκληρώθηκε το 2006. Συμμετείχαν περισσότεροι από δέκα ειδικοί.
Οι έξι συνολικά σαρκοφάγοι που αποκαλύφθηκαν, χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. και ανήκουν σε ταφές ενηλίκων, ενώ οι εννέα επιτόπιες καύσεις αφορούν επίσης πιθανόν ταφές ενηλίκων και κατανέμονται χρονολογικά στο δεύτερο μισό του 5ου και στον 4ο αι. π.Χ..
Επιπλέον, οι κιβωτιόσχημοι είναι μόνο τέσσερις και χρονολογούνται στον 5ο αι. π.Χ., ενώ οι λακκοειδείς τάφοι χρησιμοποιούνται σε ολόκληρη τη διάρκεια της χρήσης του νεκροταφείου. Ωστόσο, από τους 28 τάφους αυτού του τύπου, μόνο οι έξι ή επτά ανήκουν στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., ενώ οι υπόλοιποι που είναι παιδικοί, ανήκουν, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους τόσο στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. όσο και στον 4ο αι. π.Χ.. «Φαίνεται, ό,τι στην οψιμότερη περίοδο του δεύτερου μισού του 5ου και του 4ου αι. π.Χ. για τους ενήλικες προτιμάται η καύση, όσο για τα παιδιά αντί για τις καύσεις, συνεχίζεται να χρησιμοποιείται ο ενταφιασμός σε λακκοειδείς, αλλά και κιβωτιόσχημους τάφους» αναφέρουν οι αρχαιολόγοι στον τόμο: «Το αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη,20,2006».
Επιπροσθέτως, η επιμέλεια τους ήταν εξαιρετική, διότι στους λακκοειδείς τάφους των ενηλίκων είχαν τοποθετηθεί βαριές και μεγάλες πλάκες ενώ στις επιτόπιες καύσεις, που είναι συνήθως ιδιαίτερα επιμήκεις λάκκοι, δεν υπήρχαν λίθινες καλύψεις.
Όσον αφορά τον προσανατολισμό των ταφών, σύμφωνα με τους ειδικούς δεν υπήρχε σταθερότητα και παρατηρήθηκαν πολλές αποκλίσεις. «Η θέση κεφαλής του νεκρού είναι στα βόρεια και νότια ή στα ανατολικά και δυτικά» αναφέρουν στον τόμο.
Να σημειωθεί, ό,τι σε αρκετούς τάφους οι νεκροί φορούσαν κοσμήματα, το γεγονός αυτό αποτέλεσε και κριτήριο, ώστε να θεωρηθούν οι ταφές αυτές γυναικείες, ενώ η παντελής απουσία κοσμημάτων φαίνεται πιθανότερο ότι προσδιόριζε ανδρικές ταφές.